Κ. Παρθένης |
«ΤΑ ’ΒΓΑΛΕΣ ὅλα ἐπιτέλους;» ρώτησε τὴν
ἄγνωστη στὸ
chat. «Ἔχω
μείνει μὲ τὸ καλσόν» πληκτρολόγησε ἐκείνη,
ξαναμμένη.
«Βγάλτο, γρήγορα» τὴν
πρόσταξε, τονίζοντας τὴν ἀπαίτησή του μὲ
ἕνα χτύπημα στὸ
τραπέζι, λὲς καὶ
ἦταν τὸ
θαυμαστικὸ στὸ τέλος μιᾶς φράσης.
«Σόρυ, κάτι ἄκουσα,
πρέπει νὰ εἶναι ἡ πόρτα τοῦ γραφείου του, γειά.»
«Μὴν μ’ ἀφήνεις
στὴ μέση»
ἱκέτευσε
ἐκεῖνος.
Ἡ γυναίκα παράτησε ἀμέσως τὸ chat. Ὁ ἄντρας ἔκλεισε τὸν ὑπολογιστή του καὶ βγῆκε τσαντισμένος, ὡστόσο μπῆκε στὸ ὑπνοδωμάτιο στὶς μύτες γιὰ νὰ μὴν ξυπνήσει τὴ γυναίκα του. Κάτω ἀπὸ τὰ σεντόνια, τὸ ἀμυδρὸ φῶς μιᾶς ὀθόνης φώτιζε τοὺς σαγρὲ τοίχους.
Manuel Espada, Ἀνθολογία ἰσπανικοῦ ἐρωτικοῦ μικροδιηγήματος
https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου