Ἄσ᾿ τὴ βάρκα στὸ κῦμα ὅπου θέλει νὰ
τρέχει,
ἂς ὁρίζει τ᾿ ἀγέρι, τιμόνι-πανί,
τὰ φτερὰ ἅπλωσε πλέρια, ἄκρη ὁ κόσμος δὲν
ἔχει,
εἶναι πι᾿ ὄμορφοι οἱ ἄγνωστοι πάντα
γιαλοί,
ἡ ζωὴ μία δροσιὰ εἶναι, ἕνα κῦμα, ἂς τὸ
φέρει
ὅπου θέλει τ᾿ ἀγέρι, ὅπου ξέρει τ᾿ ἀγέρι.
Ἂς
ἀλλάζουν λιβάδια μὲ βράχους καὶ δάση,
γύρω
ἂς φεύγουν ποῦ πύργοι, ποῦ καλύβας καπνός,
εἴτ᾿
εἰδύλλιο γελούμενο ἀπλώνετ᾿ ἡ πλάση,
εἶτ᾿
ἀντάρες καὶ μπόρες σου κρεμᾷ ὁ οὐρανός,
μὴ
θαρρεῖς τὸ πανί σου μπορεῖς νὰ βαστάξεις,
ὅπου
θέλει τὸ κῦμα μαζί του θ᾿ ἀράξεις.
Τί γυρεύεις, τί θέλεις μὴ κι ἐσὺ τὸ γνωρίζεις;
Ἔχεις πιάσει ποτέ σου τὸ τί κυνηγᾷς;
Μή ῾που σπέρνεις καλὸ τὸ κακὸ δὲ
θερίζεις;
Δὲ σκοντάβεις σὲ ρώτημα σ᾿ ὅτι ρωτᾷς;
Ὅτι σ᾿ ἔχει μαγέψει κι ὅτι σοῦ ῾χει
γελάσει,
τό ῾χεις μόνος κερδίσει, μοναχὸς ἑτοιμάσει;
Ἄσε
τότε τὸ κῦμα ὅπου θέλει νὰ σπάζει,
ἄσ᾿
τὶς ζάλες νὰ σέρνουν τυφλὰ τὴ καρδιὰ
κι
ἂν τριγύρω βογγὰ κι ἂν ψηλὰ συννεφιάζει,
κάπου
ὁ ἥλιος σὲ κάποιο γιαλὸ θὰ γελᾷ
κι
ἂν πικρό τη ψυχή σου τὸ δάκρυ τὴ ραίνει
πάντα
κάπου κρυφή, μιὰ χαρὰ τὴ προσμένει.
Κωνσταντῖνος Χατζόπουλος (1868-1920):
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου