Κώστας Τσόκλης: Σταύρωση |
[] Τα πάθη φεύγοντας εσένα Κύριε μεθούσα.
Την ύλη βρήκα δικό σου εύρημα
τη λύπη κινητήρα του Καλού. []
Νίκος Καρούζος, Ποιήματα
(Ανθ. Η.&Ρ. Αποστολίδη)
Phoebe Unwin |
Τι ήταν τελικά ο παππούς μου;
Ένας αυθεντικός καρβουνιάρης,
να κυνηγάη τον πελάτη με το τουφέκι:
«Κάρβουνο πιο μαύρο κι απ’ τη νύχτα – έλα»!..
Κι αυτές με τα τσεμπέρια και τις ποδιές,
οι όμορφες γειτόνισσες οι στρίγκλες – πόσο και πόσο
κι αν έβαζε καμιά φορά το χέρι του
κάτω απ’ τα φουστάνια τους ήταν σοφός,
κι ας έβρισκαν στο σπίτι μαύρα τα μπούτια τους·
ήταν σοφός αυτός. Μες τη μαυρίλα του
ήξερε τι κάνει και πού το πάει.
Έλεγε: το κάρβουνο θέλει κόλπα, θέλει γαλιφιές,
να το πασάρης στον άλλο
πρέπει να το πουλήσης όσο –όσο
ή να το μοιραστής πάση θυσία,
να φύγη από πάνω σου αυτή η μαυρίλα,
αυτό το ανεξίτηλο σκοτάδι.
Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου, Επιλογές και σύνολα. Ποιήματα (1965-1995)
Διορθώσεις, ΜΗΝΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ τχ. 17, Νοεμ. 2012
https://diorthoseis.eu/
Γιάννης Τσαρούχης, 1971 |
Ήταν ωραίος
σαν το λάθος
το εικοσάχρονο!
Σαγήνη
των ανήφορων
που περιστέφει
το γκρεμό!
Κ’ ήμουνα
ίσια,
και πρωτάρισσα
στον κύκλιο
οδυρμό.
Όντας μιλούσε
αναρριγούσαν
οι αύλακες-
και χόρευε
στον κάμπο
το νεράκι
πουλαράκι
ολοδροσάτο!
Κ’ η ευφροσύνη
οινοχόος
των Ολύμπων
μες σε κύλικα
ξανθό
μας κερνούσε
το κρασί της
το μοσχάτο!..
Εχάθη-
σαν αντίλαλος…
Κι απόμεινα
δαρμένο
αμύγδαλο
στον κλώνο…
Μερώστε
το καρτέρι μου
ν’ ανοίξω
και να τιναχτώ
πεντάμορφη
απ’ τον πόνο!..
Πόσο ν’ απέχη
από δω
ο αγαπημένος;
Τα βήματά του
εσώπασεν
η χλόη
και σκωρία
ευφράνθη
την οδό…
Περιπατήστε
ελπίδες
μονοσάνταλες
κι όπου
τον απαντήσετε
ψηλώστε
τρίκλωνο
κελαηδισμό!..
Στη Βενετιά
να παραγγείλω
το ξημέρωμα
και το κατώφλι μου
στον ουρανό!
Χρυσούλα Χατζηγιαννιού, Μπαλλάντες, 1969
Σαράντης Καραβούζης, λιθογραφία |
Απ' το μπαλκόνι του πουνέντε
μ' ένα χαμόγελο []
καλημέριζε τους διαβάτες ο πατέρας
κι η μάνα -με χούφτα γιομάτη έγνοιες-
τάιζε τα χελιδόνια…[]
Η αδελφή τον ήλιο έστυβε
για να ζεσταίνει τ' αγριολούλουδα
που φύτρωναν στη στέγη
κι εγώ στο βορινό παράθυρο
έπαιρνα χώμα απ' τη γλάστρα
κι έφτιαχνα λέξεις, σxήματα, ιδέες… []
Ήταν ωραίο το σπίτι μας
άρχιζε απ' τη μεγάλη σάλα της καρδιάς
και τέλειωνε πέρα στα χαμομήλια.
Γιώργος
Παπούλιας, Λακωνική σονάτα
Νίκος Εγγονόπουλος |
[]
Άκουσα τις γοργόνες που τραγούδαγαν η μια στην άλλη ένα σκοπό.
Σε μένα δε νομίζω πως θα τραγουδήσουν.
Τις είδα που κουβάλαγαν της θάλασσας τα κύματα
χτένιζαν των κυμάτων τα λευκά μαλλιά, που τα τραβούσε η αύρα
καθώς φυσούσε τα νερά, άσπρα και μαύρα.
Ώρα πολλή σταθήκαμε στα δώματα της θάλασσας
πλάι σε θαλασσοκόριτσα στεμμένα φύκια καστανέρυθρα ξεχνίομαστε
ώσπου ανθρώπινες φωνές μας αφυπνίζουν, και πνιγόμαστε.
T. S. Eliot, Το ερωτικό τραγούδι του Ι. Αλφρέδου Προύφροκ, μετ. Τάκης Καγιαλής,
Jeanne Moreau in The Bay of Angels, 1963 |
…ου γαρ ες Άδην
ελθούσ’ ευρήσεις τον φιλέοντα, κόρη.
Ασκληπιάδου
Όταν τους σύστησαν,
για μια στιγμή,
της κράτησε
σφιχτότερα το χέρι,
και περισσότερο
απ’ ότι επιτρέπουν
οι τρόποι οι καλοί.
Και από τότε αυτή,
όταν τον βλέπει,
κάνει
πως δεν τον ξέρει,
και φεύγει βιαστική·
γιατ’ είναι όμορφη—
και έτσι πρέπει…
Πάρις
Τακόπουλος, Τα ποιητικά
(2010-1950), εκδ. Ποταμός
Max Ernst |
…Είχαμε βάλει τον ήλιο στο τραπέζι,
κόκκινο και ζεστό,
σα βασιλόπιττα…
Πρώτα τ’ ανθρώπου
—να, αυτού που περνάει μπρος μας!—,
του φτωχού…
Έπειτα του σπιτιού…
Του σπιτιού…
Δε δόθηκε ποτέ το κομμάτι αυτό… Δε φτιάξαμε ποτέ μια σκεπή,
ένα παράθυρο ν’ αγναντεύουμε
δε φτιάξαμε τ’ όνειρο ενός σπιτιού
με τρία ξεχασμένα κλωνιά βασιλικό
στο πρεβάζι…
Μόνο ένα παλιό αδιάβροχο στρώναμε
και καθόμαστε, κι άκουγα το κλάμα σου,
κοιτώντας πέρα,
ακολουθώντας την άδεια ποταμιά του γαλαξία…
Δεν ήμουν ακόμα αρκετά παλληκάρι
να μπορώ να κλαίω…[]
Τίτος Πατρίκιος, Χωματόδρομος, 1954
(Ανθ. Η.&Ρ. Αποστολίδη)