Θ.Ράλλης, Η αιχμάλωτη. |
Ὁ Λήσταρχος
ΕΠΙ ΕΤΗ ΟΛΟΚΛΗΡΑ ὁ λήσταρχος
ἐκαιροφυλάκτει εἰς τὴν ἰδίαν πάντοτε στενωπὸν καὶ κατελήστευε τοὺς διερχομένους.
Ἀλλοίμονον εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἀπεπειρῶντο νὰ διέλθουν ἐκεῖθεν, φέροντες μεθ’
ἑαυτῶν τιμαλφῆ ἢ χρυσόν. Ἀπηνής, ὁ λήσταρχος ἥρπαζε τὰ πάντα, κωφεύων εἰς τὰς
σπαρακτικὰς ἱκεσίας καὶ τὰ δάκρυα τῶν θυμάτων του.
Εἰς μάτην ἐπανειλημμένως ἐπεχείρησαν τὰ καταδιωκτικὰ ἀποσπάσματα τῆς ἀστυνομίας
νὰ ζωγρήσουν αὐτὸν καὶ τοὺς συντρόφους του. Ὁ λήσταρχος διέφευγεν ἐπιτυχῶς ἐκ
τοῦ δημιουργουμένου κλοιοῦ, συχνάκις δὲ τὰ ἀποσπάσματα κατέλειπον ἐπὶ τόπου νεκροὺς
καὶ τραυματίας.
Ἀλλ’
ἡ μακρὰ παραμονὴ εἰς τὰ ὄρη εἶχε πλέον κουράσει τὸν λήσταρχον. Εἶχεν ἐξ ὅλης ψυχῆς
βαρυνθῆ τὴν φορτικὴν ἐπανάληψιν τῆς ἰδίας καὶ ἀναλλοιώτου διαδικασίας: Τὴν κύκλωσιν
τῶν ἐφ’ ἁμάξης διερχομένων τὴν στενωπόν, τὴν ἀπειλητικὴν προβολὴν τῶν ὅπλων, τὴν
ἐκφώνησιν τῆς ἐπιτακτικῆς ἐντολῆς «ψηλὰ τὰ χέρια!» καί, τέλος, τὴν ἀφαίρεσιν τῶν χρημάτων
καὶ τῶν ἀντικειμένων ποιᾶς τινος ἀξίας, ποὺ ἔφερον μεθ’ ἑαυτῶν οἱ ταξιδεύοντες.
Παλαιότερον,
ἠγάπα αὐτὸν τὸν τρόπον ζωῆς. Τὸν ἐθεώρει ὡς τολμηρόν, ριψοκίνδυνον, ἀσυνήθη,
πλήρως ἁρμόζοντα εἰς ἄνδρα μὲ ἰδιοσυγκρασίαν ἀνήσυχον, ὡς ἐπίστευεν ἑαυτόν. Πλὴν
ὁ ἀρχικός του ἐκεῖνος ἐνθουσιασμὸς εἶχεν ἤδη καταπέσει. Καὶ ἔβλεπε τὴν ζωήν του
ὡς ζωὴν ὑπαλλήλου, ζωὴν ἀπελπιστικῶς μονότονον, προσκεκολλημένην πάντοτε εἰς τὰ
ἴδια, τὰς ἰδίας λέξεις, τὰς ἰδίας κινήσεις καὶ ἐνεργείας. Ὁ λήσταρχος εἶχε χάσει
τὴν καλήν του διάθεσιν καὶ ἐξετέλει τὰς ληστείας του μηχανικῶς σχεδὸν πλέον, ἐκ
κεκτημένης ταχύτητος καὶ ὡς ἐκ τοῦ ὅτι πᾶν ἕτερον βιοποριστικὸν μέσον τοῦ εἶχεν
ἀποκλεισθῆ.
Ἐν
τούτοις, τὴν ἐαρινὴν ἐκείνην πρωΐαν, οἱ σύντροφοί του, ποὺ τὸν ἔβλεπον μονίμως
σκυθρωπὸν καὶ μελαγχολικόν, εἶδον ἀνελπίστως εἰς τὸ πρόσωπόν του «ἄλλον ἄνθρωπον». Ὁ λήσταρχος ἐμειδία, ἠστεΐζετο καὶ
—πρᾶγμα ἐξόχως ἀσύνηθες καὶ ἀπίθανον— ἐτερέτιζεν, ἀπὸ διαστήματος εἰς διάστημα,
ἕνα χαρωπὸν σκοπόν.
Ἠπόρουν
οἱ λησταὶ διὰ τὴν ἀπότομον αὐτὴν ἀλλαγὴν διαθέσεως τοῦ ἀρχηγοῦ των καὶ τὴν ἐσχολίαζον
χαμηλοφώνως μεταξύ των, ἀλλὰ χωρὶς νὰ τολμοῦν νὰ ἐρωτήσουν ἐκεῖνον περὶ τῆς αἰτίας
της. Ἐγνώριζον, ὅτι ὁ λήσταρχος οὐδέποτε συνεχώρει τοὺς ἀδιακρίτους καὶ τοὺς αὐθάδεις.
Ἐξαίφνης,
τὰς συζητήσεις διέκοψεν ἡ κραυγὴ τοῦ σκοποῦ, ὁ ὁποῖος ἐπεσήμανεν ἅμαξαν
προσεγγίζουσαν εἰς τὴν εἴσοδον τῆς στενωποῦ. Μετ’ ὀλίγον, ἡ ἅμαξα εἶχε κυκλωθῆ ἀπὸ
τὴν ληστρικὴν συμμορίαν καὶ ὁ ὁδηγὸς αὐτῆς, ἀναγνωρίζων, ὅτι πᾶσα ἀπόπειρα διαφυγῆς
ἦτο πλέον ἀδύνατος, ἐστάθη, ἀναμένων τὴν μοιραίαν ἐξέλιξιν.
Ὁ
λήσταρχος ἐπροχώρησε πρὸς τήν ἀκινητήσασαν ἅμαξαν, νεύων, συγχρόνως, πρὸς τοὺς
συντρόφους του νὰ μὴν τὸν ἀκολουθήσουν.
Ἐχαιρέτησε
προσηνῶς, διὰ κλίσεως τῆς κεφαλῆς, τὸν ὁδηγόν, καὶ ἐκάλεσεν ἀκολούθως τοὺς ἐπιβαίνοντας
νὰ κατέλθουν. Αὐτοὶ ὑπήκουσαν, ὠχροὶ καὶ τρέμοντες.
Ὁ
λήσταρχος τοὺς ἠτένισεν, ἐπὶ μικρόν, σιωπηλός. Ἐλαφρὸν μειδίαμα ἤνθιζεν εἰς τὰ
χείλη του καὶ ἡ φυσιογνωμία του ἐκατόπτριζε τὴν φιλοπαίγμονα διάθεσίν του.
—
Παρακαλῶ,
εἶπεν εἰς ἤπιον τόνον, παρακαλῶ, τὶς ἀστυνομικές σας ταυτότητες...
Ἐκεῖνοι
ἀλληλοεκυττάχθηκαν ἔκπληκτοι. Τί ἐσήμαινε πάλιν αὐτό; Τί τὰς ἤθελε τὰς ταυτότητάς
των, ὁ ληστής; Ἀλλ’ ἡ προτεταμένη κάννη τοῦ ὅπλου του ὑπεδείκνυεν, ὅτι ὤφειλον
νὰ πειθαρχήσουν ἄνευ χρονοτριβῆς.
Ὁ
λήσταρχος ἔλαβεν ἀνὰ χεῖρας τάς ἀστυνομικὰς ταυτότητας, τὰς ἤλεγξεν ἐπιμελῶς καὶ
εὐσυνειδήτως. Διεπίστωσεν, ὅτι ἔφερον ὅλαι τὴν σφραγῖδα τοῦ οἰκείου ἀστυνομικοῦ
τμήματος, τὸν ἀριθμὸν μητρώου ἑνὸς ἑκάστου, τὴν ὑπογραφὴν τοῦ ἀστυνομικοῦ
διευθυντοῦ, ὅτι ἦσαν γνήσιαι, μὴ ἐπιδεκτικαὶ ὑποψίας πλαστότητος.
Τὰς
ἐπέστρεψε τότε εἰς τοὺς κατόχους των.
—
Εὐχαριστῶ,
κύριοι, εἶπε. Εἶσθε ἐν τάξει. Τίποτε ἄλλο. Μπορεῖτε νὰ πηγαίνετε.
Καὶ
βλέπων, ὅτι ὁ ὁδηγὸς εἶχεν ἀπομείνει ἀκίνητος καὶ τὸν ἠτένιζεν ἔκθαμβος:
—
Ἐμπρός!
τὸν διέταξε, ἐπανευρίσκων τὸν στιβαρὸν τόνον φωνῆς, ποὺ ἐνέπνεεν εἰς ὅλους τὸ
δέος.
Ὁ
ὁδηγός, συνελθὼν ἀποτόμως, ἐπέστρεψεν εἰς τὴν θέσιν του καὶ ἡ ἅμαξα ἀπεμακρύνθη
ὁλοταχῶς.
Ὁ
λήσταρχος εἰσέπνευσεν ἀπλήστως τὸν ἐαρινὸν ἄνεμον, τὸν κατάφορτον ἀπὸ ὀσμὰς εὐφροσύνης.
Καί, αἴφνης, ἐξέσπασεν εἰς γέλωτα βροντώδη. Ἐγέλα, ἐγέλα, ἐνῶ ἐκ τοῦ μακρόθεν οἱ
λησταὶ τὸν ἐθεώρουν ἀποροῦντες, ἐγέλα ἀκαταπαύστως ἐπὶ ὥραν πολλὴν καὶ αἱ κλιτῦες
τοῦ ὄρους ἀντήχουν τὸν γέλωτά του, γέλωτα χαρμόσυνον, ἱλαρόν, ἀθῶον, γέλωτα
παιδικόν καὶ δαιμονικὸν συνάμα, ποὺ τὸν ἤκουον, ὡς μακρυνὴν βοήν, καὶ ἐρρίγουν
οἱ ἐπιβάται τῆς ἀπομακρυνομένης ἁμάξης, σφίγγοντες εἰς τὸ στῆθος τὰ ἀνεξηγήτως
διασωθέντα βαλάντιά των.
Φαῖδρος
Μπαρλᾶς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου