|
Misha Gordin |
Τὰ δεσμὰ
Τὰ δεσμὰ ποὺ μᾶς κρατοῦν
μᾶς πληγώνουνε τὰ χέρια -
κάτι ἀόρατα μαχαίρια
μᾶς κεντοῦν.
Τὸ κλειδὶ τῆς φυλακῆς
τόχει ὁ χρόνος κ’ ἡ συνήθεια -
καὶ σὲ πάει στὸ δρόμο ἡ ἀλήθεια
τῆς σιωπῆς.
Πάντα ψάχνεις γιὰ νὰ βρῇς
τὴν ψυχή σου στὸ σκοτάδι,
μὰ τὴν χάνεις κάθε βράδι
πιὸ νωρίς.
Κι ἂν ὑπάρχουν οὐρανοί -
θέ μου, πόσο μακρυά
μας!
Κ’ εἶναι μόνο στὰ ὄνειρά
μας
γαλανοί!
Μανόλης Ἀλεξίου
Τὸ ἅλας
Ἄγρια χαράματα,
τέσσερις περίπου ἡ ὥρα, Νοέμβριο τοῦ 1964 μὲ ξύπνησε ἡ μητέρα μου, μὲ τὰ
νυχτικά της, ἀπὸ βαρὺ ὕπνο! – «Ἄνοιξε τὴν πόρτα! Ὁ
Παυλοστάθης»!.. Σὰν ὑπνωτισμένος ἔτρεξα. Ἦταν κι ὁ Νικητόπουλος κι ἄλλοι
δέκα περίπου συνυποψήφιοι φοιτητές, ποὺ εἶχαν ξενυχτήσει στὰ γραφεῖα τῆς
«Καθημερινῆς», ἀναμένοντες τ’ ἀποτελέσματα τῶν εἰσαγωγικῶν! Ὅταν εἶδαν τὰ ὀνόματά
μας ἦρθαν πανηγυρίζοντας νὰ μοῦ τ’ ἀναγγείλουν! Ἀμεσως!
Τὴν ἄλλη μέρα ἄρχισαν
νὰ φθάνουν τὰ τηλεγραφήματα ἀπ’ ὅλο τὸ σόι! Συγχαρητήρια!.. Ὁ ὀρυμαγδὸς τῆς χαρᾶς
δὲ μ’ ἄφησε νὰ συνειδητοποιήσω τὴν ἀκριβῆ αἰτία της. Οὔτε ἡ μετέπειτα ζωή! Ἡ
λήψη τοῦ πτυχίου, τῆς ἀδείας, ἡ ἴδια ἡ Δικηγορία! Τώρα ὅμως ποὺ ὁ Σύλλογος μοῦ ἀπένειμε
γιά (μὴ ζητηθεῖσα) παρηγοριά, ὅπως κάνει σ’ ὅλους, τὸν τίτλο τοῦ ἐπίτιμου, μπορῶ
νὰ ξαναθυμηθῶ τὶς στιγμὲς καὶ τὰ στάδια καὶ νὰ ἐρευνήσω, χωρὶς κανένα πάθος, τὸ
γιατὶ χάρηκα τότε τόσο πολύ!
Εἶν’ εὐνόητο, θὰ
μοῦ πῆτε! Γιὰ πολλοὺς ἴσως, ὄχι ὅμως καὶ γιὰ μένα! Ὁ πατέρας μου, μὲ ἀπολυτήριο
τοῦ Σχολαρχείου, ἐμπειρικὸς λογιστής, ἦταν ἤδη χαμηλοσυνταξιοῦχος τοῦ Ι.Κ.Α.,
κ’ ἡ μητέρα μου, μὲ ἀπολυτήριο ἑξαταξίου Γυμνασίου, μιὰ νοικοκυρά! Ἡ κοινωνικὴ ἀναβάθμιση
ἦταν δεδομένη καὶ ἡ προσδοκώμενη συνακόλουθη οἰκονομικὴ ἀνέλιξη ἐπίσης. Ἀλλὰ
διόλου δὲ μ’ ἐνδιέφερε καίρια οὔτε τὸ ἕνα οὔτε τὸ ἄλλο! Τότε πρὸς τ ί ἡ χαρά;..
Ἔνιωθα βαθύτατα ὅτι
ὅλοι π ε ρ ί μ ε ν α ν ἀπὸ μένα!
Πρωτίστως οἱ γονεῖς μου! Μετὰ οἱ θεῖοι κ’ οἱ θεῖες, ὁ φίλος καὶ κουμπάρος τοῦ
πατέρα μου νονός μου, οἱ γνωστοὶ τῶν γονέων μου, οἱ γείτονες, οἱ δικοί μου
συμμαθητὲς καὶ φίλοι. Καλοὺς βαθμούς, ἄριστη ἐπίδοση; Ὄχι δά, παρ’ αὐτὸ μόνο σὰν
sine qua non προϋπόθεση ἐκείνου ποὺ ἀναμενόταν! Τοὐλάχιστον ἔτσι ἔνιωθα! Ὥστε,
γύρω στὰ σαράντα μου, σημείωσα ἀδημόνως στὰ Θρύψαλα, (Ἀθήνα 2004, ἔκδοση andys publischers,
σελ. 47) τὴ φράση: Μάνα, περιμένω τὸ
μεγάλο ποὺ περίμενες ἀπὸ μένα!..
Τὸ μεγάλο! Ποιό εἶναι «μεγάλο» ἆραγε; Πόσο
μεγάλο; Ποὺ μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ μικρό, ἐλάχιστο -ἀλλὰ διαμάντι, ἀπαστράπτον, ἀνυπέρβλητο!
Εἶναι τόσο σπουδαῖο
νὰ κατακτήσῃς μιὰν ἐπιστήμη παίρνοντας ἕνα πτυχίο, νὰ ἐξελιχθῇς σ’ ἕνα καλὸ ἐπαγγελματία
ἐργαζόμενος μὲ λογισμὸ καὶ μ’ ὄνειρο, ν’ ἀναδειχθῇς πολύτιμος συνοδοιπόρος στὴ
ζωή, ἄριστος γονέας, ἀναντικατάστατος συνεργάτης, πιστὸς φίλος, χαρούμενος κ’ εὐπροσήγορος
γείτονας; Κι αὐτὸ μπορεῖ νὰ θεωρηθῇ μεγάλο; Αὐτὰ ἐπεύχεται μιὰ μητέρα γιὰ τὸ
παιδί της; Κι ἂν ναί, τί θεωροῦσαν δεδομένο οἱ Σπαρτιάτισσες τοῦ τᾶν ἢ ἐπὶ τᾶς;
Τί ἀνυμνοῦσε ὁ Περικλῆς μπροστὰ στὶς κυπαρισσένιες λάρνακες, τί προσδοκοῦσε ὁ
Φίλιππος κ’ ἡ Ὀλυμπιάδα γιὰ τὸν Ἀλέξανδρο; Τί ἀνέμενε ἡ Μαρία στὸ γάμο τῆς
Κανά;..
Ὅ,τι κι ἂν διδάσκῃ ἡ Ἱστορία ὑπάρχουν
σημερινά, καθημερινώτατα γεγονότα τοῦ βίου καὶ τῆς προσωπικῆς ἐμπειρίας ἑκάστου,
γενναιότητες ἑαυτῶν καὶ ἀλλήλων ἀξεπέραστες, ποὺ θὰ μείνουν ἀνιστόρητες καὶ γι’
αὐτὸ ἔχουν μεγαλύτερη ἀξία. Ἀρκεῖ νὰ προσέξουμε τὸν ἑαυτό μας, τοὺς δικούς μας,
ζῶντας τε καὶ τεθνεῶτας καὶ τοὺς γύρω μας. Ὑπάρχουν πράξεις καὶ στάσεις ζωῆς καὶ
ἔργα ποὺ οἰακίζουν καὶ σήμερα, καμωμένα ἀπὸ σύγχρονους, σημερνούς, «καθημερινούς», ὅπως τοὺς θεωροῦμε, ἀνθρώπους.
Μ’ αὐτὰ ποὺ γράφεις γιὰ μένα μὲ κάνεις νὰ νιώθω νεκρός, μοῦπε στὸ τηλέφωνο
φίλος ἐπιστολογράφος, διακρινόμενος γιὰ τὴν ἰδιάζουσα σεμνότητά του, στὸν ὁποῖο
εἶχα ἀπαντήσει στὸ περιοδικό. Μὰ γιατί; ρώτησα. Γιατί «καλὰ λόγια» λένε μόνο γιὰ πεθαμένους!
Ἄλλος περιέγραφε,
μετὰ ἀπὸ προτροπή μου, τὰ παιδικά του χρόνια. Διώρθωνα! Μιὰ ἀκατάπιωτη
γλυκερότητα προπολεμικῶν συναισθημάτων σ’ ἕναν ὠκεανὸ ἀφόρητης συμβατικότητας!
Κι ὅμως! Ὅταν, στὰ ἑφτά του, ἤχησαν οἱ σειρῆνες τοῦ πρώτου βομβαρδισμοῦ κ’ ἔτρεξε
μὲ τὴ μητέρα του στὸ καταφύγιο, ἡ ρωμαλεότητα τοῦ γεγονότος ἀπογείωσε τὸ
κείμενό του σ’ ἀνάλογα πνευματικὰ ὕψη!.. Ἕνας ἁπλὸς ἐμποροπλοίαρχος! Πόσο ἁπλός;
Τὰ μάτια ἄστραψαν, τὸ πρόσωπο κοκκίνησε, ὅταν, ἐντελῶς τυχαῖα κι ἄθελα, μοῦ
διηγήθηκε πῶς σώθηκε μ’ ἄλλους πέντε, στὸν πόλεμο Ἰνδίας-Πακιστάν, σ’ ἕνα
μονόξυλο ἀγράμματου ψαρά, ποὺ τοὺς ἀποβίβασε, χωρὶς κανένα χαρτὶ ἢ ροῦχα, στὴν
παντέρημη παραλία τοῦ πουθενά, νὰ κοιτοῦν τὸ γερμένο τους πλοῖο, κ’ ἐνῶ ἐκεῖνο
βυθιζόταν, παρουσιάστηκε
τζὶπ μές στὴ ζούγκλα, ποὺ τ’ ὠδηγοῦσε Ἕλληνας, συγγενής του μάλιστα,
ὁ ὁποῖος φρόντισε γιὰ τὸν ἀσφαλὴ ἐπαναπατρισμό τους, ἐνῶ ὅλοι ἐδῶ τοὺς εἶχαν
γι’ ἀγνοούμενους!..
Ὀφείλουμε νὰ ξυπνήσουμε. Νὰ τσιμπηθοῦμε! Τὸ ἅλας, δυστυχῶς, ἔχει μωρανθῆ! Οἱ πολιτικοί, ἂν
κάποτε ὑπῆρξαν ρωμαλέοι καὶ ἰσχυροὶ μπροστάρηδες, ἔχουν
εὐτελισθῆ κ’ ἐξακολουθοῦν καθημερινὰ νὰ εὐτελίζωνται ἀσύστολα. Οἱ
δικαστικοί, ἂν κάποτε σήκωναν στοὺς ὥμους τους ἀσήκωτο βάρος ὑπεράνθρωπου ἤθους,
ἔχουν μετασχηματισθῆ σ’ ἔμμισθους ἀγωγιάτες
διεκπεραίωσης πληκτικῆς, ἀλυσιτελοῦς διένεξης δικομανῶν. Οἱ
δημοσιογράφοι, ἂν κάποτε κυνηγοῦσαν τὴν εἴδηση καὶ τὴν οὐσία, ἔχουν μεταλλαχθῆ σ’ ἀναπαραγωγικὲς μηχανὲς ἀκατάσχετης ἀδολεσχίας
τοῦ πολιτικοῦ μηδενός. Οἱ στρατιωτικοί, ἂν κάποτε, καί στὴν εἰρήνη,
φρόντιζαν παντοειδῶς νὰ προσφέρουν καὶ ἵσταντο προμαχοῦντες «Θερμοπυλῶν», τώρα ἐκμετροῦν περισσεύοντα ὑπολείμματα ἀργυρίων τῆς
δωροδοκίας γιὰ τή «θωράκιση τῆς Χώρας». Ἡ Διοίκηση, ἂν κάποτε τακτοποιοῦσε
μὲ θάρρος τὰ πρὸς διαχείριση, σήμερα χρηματίζεται ἄνευ
μαλακίας, γιὰ τὴν ὁποία κιόλας διερωτᾶται ρητορικά! Οἱ πνευματικοὶ ἄνθρωποι,
ἂν κάποτε μοχθοῦσαν γιὰ τὸ ἦθος καὶ τὸ ἔργο τους, οἱ καλύτεροι, ἐπαναπαύονται
στό «διαφέρον» εἶναι τους, περίκλειστοι σ’ ἕν’ ἀμφιλεγόμενο «κῦρος», μολυσμένο ἀπ’
τὴ βραβειομανία, τὴν δημοσιοσχεσίτιδα, τὴ δημοσιότητα τῆς
ἐποχῆς, ποὺ δέρνει τὸν Τύπο, τὴν Τηλεόραση καὶ τὸ Διαδίκτυο.
Ἂς κοιτάξουμε τὸν
καθρέφτη μας, τοὺς γύρω μας, τοὺς στενούς μας. Κι ἂν δὲν ὑπάρχουν ἀκέραιες
προσωπικότητες, συνολικὲς μορφές, σφιχτές, σύντομες καὶ δυνατές, ὅπως θέλει ὁ Σολωμός (Ἀνθ. σελ. 1405), ὑπάρχουν
πράξεις ἰσχυρὲς καὶ στάσεις καὶ ἔργα ἄξια καὶ προσδιοριστικὰ συνειδήσεων.
Προχθὲς χάζευα στὸ
κέντρο. Ἤμουν ὑποχρεωμένος ν’ ἀναμείνω κάμποση ὥρα. Περιδιάβαζα. Βρέθηκα κοντὰ
σ’ ἐμπορικὴ φίρμα ἱδρυθεῖσα τὸ 19ο αἰώνα, στὴν ὁποία πρωτοεργάστηκα ὡς βοηθὸςπωλητοῦ
ἀπ’ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1964 ὣς τὸν Ἰούλιο τοῦ 1966. Μπῆκα μέσα παριστάνοντας τὸν
πελάτη! Ἤθελα νὰ ξαναδῶ τὸ χῶρο τοῦ πρώτου ἐργασιακοῦ ἱδρώτα τῆς ζωῆς μου! Ἔστω
μ’ ἄλλη διεύθυνση, ἄλλους ἀνθρώπους. Στὸ χῶρο ποὺ ἔσφυζε ἀπὸ κίνηση, μὲ πάνω ἀπὸ
ἑκατὸ ἐργαζομένους, τώρα τρεῖς ἢ τέσσερες κοπέλες τριγυρνοῦσαν «ἀπησχολημένες»
τόσο, ποὺ καμμιά τους δὲ μὲ ρώτησε τί θέλω! Γύρισα σ’ ὅλα τά, ἄλλοτε τμήματα,
περίεργος. Κανεὶς δὲν ἐνδιαφέρθηκε! Ὥσπου βγῆκα ἀπογοητευμένος. Στὸν ἄλλο δρόμο
μιὰ μᾶλλον νέα ἐπιχείρηση, ὁπωσδήποτε χωρὶς τόσο ἐπιβλητικὴ ἱστορία, βούιζε σὰ
μελίσσι. Κανεὶς δὲν ἔμενε ἀργός. Κανεὶς ἀπὸ τοὺς εἰσερχομένους δὲν περίμενε
στιγμή! Ἀκόμη κι ὁ ταμίας γνώριζε τὰ πάντα κ’ ἐξυπηρετοῦσε ἂν δὲν ἦταν ἀπασχολημένος!
Ἡ ἀντίθεση ἦταν ἐξοντωτική!
Τὶς προάλλες εἶχα
καλέσει ἀρκετοὺς νέους φίλους, ἀναγνῶστες τοῦ περιοδικοῦ στὸ σπίτι, νὰ γνωριστοῦμε
καλύτερα, νὰ κάνουμε, ἴσως, κάποια συζήτηση. Ὁ πλέον ἐργασιομανής, κ’ ἴσως ὁ πιὸ
σεμνός, μοῦπε στὴν εἴσοδο τῆς πολυκατοικίας, καθὼς τὸν ξεπροβόδιζα: Ξέρω πὼς ἔχεις
διαβάσει πολύ, εἶναι καλὸ τὸ περιοδικό, ἀλλά… θάθελα νὰ ὑπεδείκνυες τί νὰ
διαβάσουμε κ’ ἐμεῖς… Νὰ ὑποδείξω; Τίποτα δὲ θέλω νὰ ὑποδείξω ποτὲ καὶ σὲ
κανένα! Ὡστόσο μοῦ τριβέλιζε τὸ μυαλὸ αὐτὴ ἡ κουβέντα μέχρι τώρα. Σὰν αἴτημα, σὰν
ἀγωνία... Θυμήθηκα τὰ εἴκοσί μου! Κατάλαβα.
Λοιπόν, καὶ χωρὶς
περιστροφές: Τὴν Παλαιὰ Διαθήκη κατὰ
τοὺς Ἑβδομήκοντα. Τὴν Καινὴ Διαθήκη.
Τὶς Διορθώσεις ὅλες! Καὶ τὶς παλιὲς
καὶ τὶς καινούργιες. Ἀπ’ τὴν ἀρχὴ ὥς τὸ τέλος. Καὶ κάθε τεῦχος ἀπ’ τὴν ἀρχὴ ὥς
τὸ τέλος. Μὲ προσοχὴ καὶ σύνεση: Τὸ ἐντὸς πλαισίου ἀπόσπασμα, τὸ ποίημα ποὺ ἀκολουθεῖ
καὶ τὸ κείμενο εἶναι συνδεδεμένα καὶ σχετικά. Οἱ κεφαλίδες, ὅλες, προσπαθοῦν νὰ
τονίσουν τὸ κύριο καὶ οὐσιαστικώτερο σημεῖο κάθε σελίδας κι ἂν εἶναι δυνατὸν νὰ
«διαλεχθοῦν» μεταξύ τους, ν’ ἀποτελέσουν συνέχεια. Τὰ βιβλία ἀπ’ ὅπου ἀπεσπάσθησαν
τ’ ἀποσπάσματα καὶ τὰ ποιήματα. Κι ἀκόμα: τὸ MGP DAYS, τὰ Θρύψαλα, Τὰ
Νέα Ἑλληνικά, ὅλα, ἀπ’ τὴν ἀρχὴ ὥς τὸ
τέλος. Τοῦ 1952, τοῦ 1957 καὶ τοῦ 1966-67, τὰ Τετράμημα!.. Ὅλα, ἀνεξαιρέτως, τὰ
βιβλία τοῦ Ρένου
Ἡρ. Ἀποστολίδη καὶ τὰ Ἐνάριθμα-Ὑστερόγραφα-Τελευταῖα
τοῦ Ἡρακλῆ Ν. Ἀποστολίδη.
Περαιτέρω: τὴ
σύγχρονη Ἑλληνικὴ Γραμματεία. Τὶς Ἐκλογὲς
ἀπὸ τὰ Τραγούδια τοῦ Ἑλληνικοῦ Λαοῦ τοῦ Νικολάου Γ. Πολίτη. Τὴν Ποίηση καὶ τὸ Διήγημα
στὶς καλύτερες στιγμές, ὅπως περιλαμβάνονται στὴν ἑπτάτομη Ἀνθολογία Η.Ρ.Η.Σ. Ἀποστολίδη, ἤδη ἀπὸ τὸ 1933!.. Ὅσοι θέλουν μποροῦν
νὰ διαβάσουν κι ἄλλα τῶν σημαντικῶν ποιητῶν καὶ διηγηματογράφων μας, τοῦ Καβάφη
π.χ. τ’ ἅπαντα, τοῦ Βιζυηνοῦ, σχολιασμένα μάλιστα καὶ τυπωμένα μὲ
τὴ γνωστὴ ἐπιμέλεια ἀπ’ τοὺς Ἀποστολίδηδες, κι ἄλλα ἄλλων: Παπαδιαμάντη, Σολωμό, Κάλβο, Παλαμᾶ,
Καρυωτάκη, Σεφέρη, Σικελιανό, Ἐλύτη, Ρίτσο, Παπατζώνη, Βάρναλη, Μαλακάση, Μόντη,
Δημουλᾶ. Τὴν τρίτομη (ἔκδ. Λαδιᾶ) ἢ ἐννεάτομη (ἔκδ. Σώφρωνος) ἢ ἐπίτομη
(ἔκδ. Κάκτου) Ἱστορία τῆς Νεοελληνικῆς
Λογοτεχνίας τοῦ Καθηγητῆ Δημητρίου Τσάκωνα. Τὴν Ἱστορία τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ Πνεύματος τοῦ Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Κι ὅταν
τελειώσετε μ’ αὐτὰ τὴν ὀκτάτομη Ἱστορία
τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους τοῦ Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου (παρὰ τὶς ἀντιρρήσεις
μου γιὰ τὸν ἀνθελληνικὸ ἐντέλει Παπαρρηγοπουλισμό), τὴν Ἑλληνικὴ Ἱστορία τοῦ Ἑρνέστου Κουρτίου, τὴν Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας (324 -1453) τοῦ Α. Α. Βασίλιεφ,
τὴν Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους τοῦ
Ὀστρογκόρσκυ,
τὴν Ἱστορία τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου, τῶν
Διαδόχων καὶ τῶν Έπιγόνων τοῦ Γερμανοῦ Δρόυζεν, ὅπως τὸν μετέφρασε ὁ Ρένος Ἡρ. Ἀποστολίδης
καὶ τὸν τεκμηρίωσαν ἐπιστημονικά, μὲ τὰ μέχρι σήμερα ἱστορικὰ δεδομένα οἱ γιοί
του Ἧρκος καὶ Στάντης Ρ. Ἀποστολίδης, τὴν Ἱστορία
τοῦ Ἀττίλα καὶ τῶν Διαδόχων αὐτοῦ τοῦ Amédée Thierry,
μετάφραση Σ. Ι. Βουτυρᾶ. Τὰ Ἀναγνώσματα
περὶ τῶν Γενικῶν Ἀρχῶν τῆς Συγκριτικῆς Γλωσσικῆς τῶν Whitney & Jolly,
μεταφρασμένα ἀπὸ τὸν Γ. Ν. Χατζιδάκι.
Ἔ, ἀρκετά νομίζω!
Καὶ κατόπιν: «ἀρχαίους»! Προσωκρατικοὺς
ἀπ’ τοὺς Diels-Kranz,
Ἡρόδοτο, Θουκυδίδη, Πλάτωνα, Ἀριστοτέλη,
Αἰσχύλο, Σοφοκλῆ, Εὐριπίδη, Ἀριστοφάνη, Δημοσθένη κι ὅποιους ἄλλους ποὺ εἶν’
ἀξεπέραστοι κι ἀτέλειωτοι… Μετά; Μετὰ μένουν οἱ ρωμαλέοι τῶν τελευταίων αἰώνων
τῆς Εὐρώπης, τῆς Ρωσίας, τῆς Ἀμερικῆς ἴσως. Οἱ Ἄραβες, τὸ Κοράνι, οἱ ἰνδικὲς Βέδες,
ὁ Βούδας, ὁ Κομφούκιος, ἡ Ἀνατολή, ἀπὸ τὰ βάθη της ὥς τὸν σύγχρονό μας
Κρισναμούρτι!..
Ἔχει σημασία ἡ
σειρά; Ἔχει βέβαια! Ὅταν ἔφθανε μιὰ ἀκόμη δικογραφία στὸ γραφεῖο δὲν διάβαζα
τίποτα! Ἴσιωνα πρῶτα τὰ κακοδιπλωμένα, τσαλακωμένα, βάναυσα κακοσυρραμένα ἔγγραφα.
Τ’ ἀποσυνέρραπτα καὶ τὰ ξανασυνέρραπτα ἔτσι /, μὲ μιὰ λοξὴ συρραφή πάνω ἀριστερά,
νὰ μποροῦν ν’ ἀναγνωσθοῦν χωρὶς νὰ σκιστοῦν. Ἀναζητοῦσα τὴν καίρια ἡμερομηνία ἑκάστου
καὶ τὴν σημείωνα πάνω δεξιά του. Ἔπειτα τὰ τοποθετοῦσα κατὰ χρονικὴ σειρά, ἀπὸ
τὸ παλαιότερο ὥς τὸ νεώτερο. Καὶ μετὰ ἄρχιζα νὰ μελετῶ, ἀπ’ τὴν ἀρχὴ ὥς τὸ
τέλος, γιὰ νάχω ἐποπτεία τῆς συνόλης διαδοχῆς τῶν πραγματικῶν καὶ νομικῶν
γεγονότων.
Ὅπως, ἄλλωστε, εἶπε
καὶ ὁ Μπρέχτ..,
μοῦ πέταξε τὶς προάλλες ἀγαπητότατος νέος φίλος!.. Ὁ Μπρέχτ;!. Καμμία ἀντίρρηση!
Καὶ γι’ αὐτόν, καὶ γιὰ τὸν Πιραντέλλο, καὶ γιὰ τὸν Ἴψεν, τὸν Στρίντμπεργ,
τὸν Σαίξπηρ,
τὸν Βάγκνερ,
τὸ μεγάλο Νίτσε, τὰ Νιμπελοῦγκεν, τὸ Ντοστογέβσκι, τὸν Τολστόι,
τὸν Πούσκιν,
τὸ Μαγιακόφσκι,
τὴν Ἀχμάτοβα,
τὸν Χάμσουν,
τὸ Μπαλζάκ,
τὸ Ντιντερό,
τοὺς Εὐρωπαίους ποιητές, φιλοσόφους, διανοητές, παλαιοὺς καὶ σύγχρονους.. - ἀλλά,
π
ό τ ε φθάσατ’ ἐκεῖ, νέοι μου, μὲ τὴν ἠλεκτρονική σας ταχύτητα; Ἢ
προσπεράσατε τοὺς ἀναγκαίους, τοὺς sine qua non, ὡς «παρωχημένους»,
«ξεπερασμένους», μὴ μοντέρνους, «δεδομένους» ἔστω, καὶ «προϋποθετικούς»
τῆς βιασύνης σας;..
Δὲν κηρύσσω
κανέναν ἐγωκεντρισμὸ ἢ ἑλληνοκεντρισμό! Τὸ πνεῦμα δὲν εἶναι ἰδιοκτησία κανενός.
Μάλιστα σήμερα, μὲ τὶς ἠλεκτρονικὲς δυνατότητες θάταν ἐφικτή, χρήσιμη καὶ
κρίσιμη μιὰ Μεγάλη Ἀναλυτικὴ Ἱστορία τοῦ Παγκοσμίου Πνεύματος, ποὺ θὰ
περιλάμβανε ἱστορία, γλῶσσες, θρησκεῖες, ἐπιστῆμες, τέχνες τῶν Ἡπείρων!.. Ἀλλὰ εἶναι περισσότερο προσβάσιμο τὸ οἰκεῖο!
Ξεκινάει κανεὶς ἀπ’ τὰ κοντινά του. Δὲν τὰ σνομπάρει, δὲν τ’ ἀπαξιώνει.
Αὐτὰ εἶναι τὸ ἅλας! Αὐτὸς ὁ πλοῦτος τὸν ὁποῖο δυνάμεθα νὰ οἰκειωθοῦμε,
μὲ τὸν ὁποῖο μποροῦμε νὰ ὁπλιστοῦμε. Κ’ ἔτσι πάμπλουτοι καὶ πάνοπλοι νὰ
προχωρήσουμε στὴ ζωή, ἢ νὰ συνεχίσουμε τὴ ζωή μας, ἀδιαφορῶντας γι’ ἀσημαντότητες,
ποὺ δῆθεν εἶναι «σπουδαῖες», «κυρίαρχες», «ἀξεπέραστες»!..
Αὐτὰ ἀκριβῶς κ’ ἐσεῖς
-ἐμεῖς εἴμαστε τὸ ἅλας! Ἂν δὲν μωρανθοῦμε oἱ οὐρανοὶ δὲν θάναι μόνο στὰ ὄνειρά
μας γαλανοί. Θ’ ἁλατίσουμε, ἐ μ ε ῖ ς ναί, τὸν Κόσμο, κ’ ἡ εὐδία θὰ
πραγματωθῇ!.
Ὑμεῖς ἐστε τὸ ἅλας τῆς γῆς·
ἐὰν τὸ ἅλας μωρανθῇ ἐν τίνι ἁλισθήσεται;
Ματθαῖος,
Μᾶρκος, Λουκάς
Καινὴ
Διαθήκη, Ματθαῖος, Ε΄ 13, Μᾶρκος Θ΄ 50, Λουκὰς ΙΔ΄ 34.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΑΡΚΟΥ ΜΑΣΤΡΑΚΑΣ
Διορθώσεις,
ΜΗΝΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ.