«Ο άγιος Αθανάσιος γεννήθηκε, όπως συμπεραίνουν ορισμένοι,
στην Αλεξάνδρεια κατά το 295/6 μ.Χ. Δεν έχουμε πολλές και ασφαλείς ειδήσεις για
την παιδική και την εφηβική του ηλικία. Οι γονείς του ήταν Έλληνες και μάλλον
εθνικοί και απέκτησε ικανοποιητική θύραθεν παιδεία στις εθνικές σχολές της
Αλεξάνδρειας, κατά πληροφορίες του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Από μικρός
βρέθηκε στο στενό περιβάλλον του Αλεξάνδρου Αλεξανδρείας, από τον οποίο έγινε
αναγνώστης, γραμματέας και διάκονος (319). Εκεί γνώρισε πολύ καλά και την όλη
εκκλησιαστική και θεολογική κατάσταση της εποχής, όπως και τον μοναχικό βίο.
Διάκονος ακόμη, συνοδεύοντας τον επίσκοπο Αλέξανδρο, τον οποίο επηρέαζε πάρα
πολύ, έκανε αισθητή την παρουσία του στην Α΄ εν Νικαία Οικουμενική Σύνοδο των
318 Πατέρων, που συγκροτήθηκε το 325 μ.Χ. κατά του Αρείου, στην οποία διέπρεψε
περισσότερο από όλους με το ζήλο του υπέρ της διδασκαλίας του ομοουσίου. Το
επόμενο έτος 326, διαδέχτηκε τον επίσκοπο Αλεξανδρείας Αλέξανδρο και αρνήθηκε
την κοινωνία με τον Άρειο, διότι γνώριζε τη διαστροφή της γνώμης του και τη
νόσο της αιρέσεως που εμφώλευε ακόμη στην καρδιά του. Γι’ αυτόν τον
λόγο άρχισαν αμέσως οι κατ’ αυτού συκοφαντίες και οι εχθρικές
ενέργειες του αιρεσιάρχη αυτού, όπως και τα ληστρικά γνωστά συνέδρια και οι
άδικες κατηγορίες εναντίον του και οι αλλεπάλληλες εξορίες που υπέστη από τους
βασιλείς Κωνσταντίνο τον μεγάλο, Κωνστάντιο τον υιό του, Ιουλιανό
τον παραβάτη και τον θερμό προστάτη των αρειανών Ουάλη. Ο μεν μέγας
Κωνσταντίνος τον εξόρισε από ευπιστία στις διαβολές των άλλων, οι
άλλοι όμως κινήθηκαν εναντίον του από τη δική τους ο καθένας κακοπιστία. Ο
υπερασπιστής όμως της ορθοδοξίας Αθανάσιος, άλλοτε συρόμενος από τη
βία των ανθρώπων της εξουσίας, άλλοτε δίνοντας τόπο στην οργή των εχθρών,
οδηγήθηκε στο Τρίβερι της Γαλλίας, κατέφυγε στη Ρώμη, φυγαδεύτηκε στις ερήμους,
κρύφτηκε σε υπόγεια μήνες ολόκληρους, υπέμεινε μύριους κινδύνους και διωγμούς
επί 46 χρόνια, μέσα στα οποία τον ανακαλούσαν για λίγο, για να διωχθεί και πάλι
στη συνέχεια. Τελευταία, αφού αναφάνηκε στο ύψος του επισκοπικού του θρόνου σαν
φωτεινό αστέρι, αλλά στη δύση του πια, και κατεφώτισε με τη λαμπρότητα των
λόγων του τον ορθόδοξο λαό για μικρό διάστημα, έφτασε οριστικά στη δύση της
ζωής του και αναπαύτηκε ο πολύ ταλαιπωρημένος από τους μακρούς κόπους και
αγώνες του άγιος Αθανάσιος κατά το έτος 373 μ. Χ.».
Ο άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος στον επιτάφιό
του για τον Μ. Αθανάσιο έγραψε: «Αθανάσιον επαινών, αρετήν επαινέσομαι», επαινώντας τον Αθανάσιο, είναι σαν να επαινώ την αρετή.
Το ίδιο ακριβώς εκφράζει και η υμνολογία της Εκκλησίας μας σήμερα διά γραφίδος
του αγίου Θεοφάνους του υμνογράφου, ο οποίος
επαναλαμβάνει τον λόγο του αγίου Γρηγορίου ελαφρώς παραλλαγμένο: «Αθανασίω
προσκομίζων έπαινον, ως αρετήν ευφημών, προς τον Θεόν φέρω μάλλον το εγκώμιον» (Προσκομίζοντας τον έπαινο στον Αθανάσιο, σαν να εγκωμιάζω
την αρετή, φέρνω μάλλον το εγκώμιο προς τον ίδιο τον Θεό). Γιατί τέτοιος
εγκωμιασμός;
Πρώτον, διότι ο
άγιος Αθανάσιος «υπήρξε η μεγαλύτερη φυσιογνωμία της αρχαίας Εκκλησίας. Σήκωσε
το βάρος πολλαπλής και βαθιάς κρίσεως και θεμελίωσε θεολογικά και οριστικά την
ορθόδοξη τριαδολογία… Για τέσσερις δεκαετίες και πλέον (328- 373) απέβη το
σύμβολο και η κεφαλή, προς την οποία με αγωνία είχαν στραμμένα τα βλέμματα οι
πάντες, ορθόδοξοι και κακόδοξοι. Οι λίγοι ορθόδοξοι, όσο έβλεπαν τον ιερό αετό
όρθιο στον θρόνο του ή ανυποχώρητο στις εξορίες του, ήταν βέβαιοι πως η
Ορθοδοξία ζει και αναθαρρούσαν. Οι πολλοί κακόδοξοι, όσο έβλεπαν όρθιο τον
ανυπότακτο άνδρα, ήξεραν ότι παρά τους διωγμούς η
Ορθοδοξία επιζεί και γι’ αυτό θηριώνονταν.
[…]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου