Μάρκος Αγγελόπουλος Αναγνωστικόν Β' Δημ. 1934 |
” Πῆρε νὰ χειμωνιάζει, πλήθυναν οἱ ἄδειες καρέκλες γύρω μου. Ἔχω
πιάσει γωνιὰ καὶ πίνω καφέδες, φουμέρνοντας ἀντικρὺ στὸ πέλαγος. Θὰ μποροῦσα νὰ
περάσω ἔτσι μιὰ ζωὴ ὁλόκληρη, ἂν δὲν τὴν ἔχω κιόλας περάσει.᾽Ανάμεσα σὲ μιὰ
παλιὰ ξύλινη πόρτα ξεβαμμένη ἀπ᾽ τὸν ἥλιο κι ἕνα κλωναράκι γιασεμιοῦ τρεμάμενο·
ποὺ ἔτσι καὶ συμβεῖ νὰ μοῦ λείψουν μιὰ μέρα, ἡ ἀνθρωπότητα ὄλη θὰ μοῦ φαίνεται
ἄχρηστη. Σχεδὸν σοβαρολογῶ. … “
” … Μέσα σ᾿ ἕνα
τέτοιο πνεῦμα εἷχα κινηθεῖ ἄλλοτε, ὅταν ἔλεγα ὅτι ἕνα τοπίο δὲν εἷναι, ὅπως τὸ
ἀντιλαμβάνονται μερικοί, κάποιο ἁπλῶς σύνολο γῆς, φυτῶν καὶ ὑδάτων. Εἷναι ἡ
προβολὴ τῆς ψυχῆς ἑνὸς λαοῦ ἐπάνω στὴν ὕλη … “
” … το πόση ευγένεια
παράγουν (οι λαοί), ακόμη και κάτω από τις πιο δυσμενείς και βάναυσες συνθήκες,
όπως ο δικός μας ο λαός στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όπου το παραμικρό κεντητό
πουκάμισο, το πιο φτηνό βαρκάκι, το πιο ταπεινό εκκλησάκι, το τέμπλο, το
κιούπι, το χράμι, όλα τους αποπνέανε μιαν αρχοντιά κατά τι ανώτερη των
Λουδοβίκων … “
Ὀδυσσέας Ἐλύτης, Τα Δημόσια Και Τα Ιδιωτικά, 1990. Εκδόσεις Ίκαρος
2007.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου