Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Μια στιγμούλα... Γιώργος Χ. Θεοχάρης

Ebrahim Bakhtari Bonab

 

Του Χρόνου ο χρόνος άσωστος,

τ’ ανθρώπου μια στιγμούλα.

Γιώργος Χ. Θεοχάρης

Διορθώσεις, ΜΗΝΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ τχ. 41 https://diorthoseis.eu/




Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020

Το μεγάλο ρολόι... Χρίστος Λάσκαρης

Alfred Hitchcock in Marnie, 1964
ph. by
Bob Willoughby

 

μουν πελπισμνος,

ταν κουσα

σα στν συχα-

τ μεγλο ρολι ν χτυπ τς ρες.

Χτυποσε ργ,

σχεδν καρτερικ


σ ν μ δδασκε.

Χρίστος Λσκαρης, πγευμα πρς βρδυ, εκδ.Γαβριηλδης


Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2020

Μέτρησα... Κων. Παπαπρίλης Πανάτσας


 
Elsa Sørensen by Andre de Dienes, c. 1955

Ο Δεκέμβρης τελειώνει.

Μέτρησα

τριακόσιες εξήντα τρεις νύχτες

και δυο βράδια,

μαζί σου.


Για τους δώδεκα μήνες που ‘ρχονται,

μου φτάνει κι ένα.

Κωνσταντίνος Παπαπρίλης Πανάτσας, σχεδόν, εκδ. Σαιξπηρικόν






Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

Τις πιο ωραίες ταινίες... Ε. Μύρων

Andrew Valko

 

Τις πιο ωραίες ταινίες

τις είδα μαζί σου,

στο σινεμά


όταν με φιλούσες

μέχρι

τους τίτλους τέλους.

Ε. Μύρων






Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2020

Καντάτα... Νικηφόρος Βρεττάκος

Georges Barbier

 

Θα σου ρίξω δυό στίχους

πατώντας απάνω τους

να διασχίσεις το χρόνο.

Δυό στίχους σαν δυό

γεράκια περήφανα,

ολόρθη στον ήλιο,

να γυρνάς γύρω – γύρω

στην κορφή του Ταΰγετου.

Δεν θέλω να μοιάζεις

με καμιά άλλη βασίλισσα.

Νικηφόρος Βρεττάκος

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

Επίκληση... Χρυσούλα Χατζηγιαννιού

Esteban Murillo

 

Έλα για κείνους

που θαρρούνε

πως τους ξέχασες

και δεν τους έδωκες

στον ήλιο

μοίρα,

κι απ’ τα μισόγυρτα

τα παραθύρια τους

κοιτάζουν

το περιθώριο

της ζωής·

έλα για κείνους

που οι πόρτες τους

καιρός π’ απόμειναν

κλεισμένες

στου βοριά τα κρύα

και φέρε τους

την άνοιξη-

και δυο

και τρεις φορές

ν’ αναστηθούνε,

τι μια δε φτάνει·

τους λύχνους σου

ν’ ανάψης

που τους έσβησε

του νου

η σοφία,

κ’ ηύρεν ο κόσμος σου

άκρη,

μα οι αμαρτίες

ακόμα·

έλα για κείνους

που γνωρίζουν

το σωστό,

μα περπατούνε

λάθος-

τ’ είναι η στόχαση

μια ερειπωμένη

πολιτεία·

για το μερμύγκι έλα

που το δίκασεν

η φτέρνα

η μοχθηρή-

για το σκουλήκι

που ονειρεύεται

να γίνει πεταλούδα·

έλα για τους τυφλούς

και νυχτωμένους

της ζωής,

π’ απογυρεύουνε

το φως σου ξεστρατισμένοι

από νωρίς-

κι ακόμα

έλα γι’ αυτούς

που μέσα τους

θρηνεί

ο αδελφός

του ασώτου,

που στου πατρός του

την αυλή

άλλη δε γνώρισε χαρά

απ’ τον επιούσιο,

γιατ’ είναι η φορεσιά

η περικαλλής

και το χρυσό

το δαχτυλίδι

μονάχα για τον άσωτο·

έλα γι’ αυτούς που πια

δεν καρτερούνε

τίποτα,

κ’ είν’ η ψυχή τους

μια εκκλησιά

πόχει σφαλίσει…

Χρυσούλα Χατζηγιαννιού, Υποψίες, εκδ Δύφρος, 1967


Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2020

Boyfriend Material... Αλέξης Αντωνόπουλος

Marlon Brando & Maria Schneider in Last tango in Paris, 1972

 

Δυστυχώς είναι αδύνατον να μιλάω στους φίλους σου

χωρίς να τους μιλάω για Τέχνη, και


δυστυχώς είναι αδύνατον να τους μιλάω για Τέχνη

χωρίς να τους μιλάω για τον Θεό, και


δυστυχώς είναι αδύνατον να τους μιλάω για όλα αυτά

δίχως να δακρύσω, και


έχω καταλάβει πόσο βαρετός είμαι στα πάρτι.


Μακάρι τουλάχιστον να είχα κοιλιακούς να πιάνεις.

Μα μην κοροϊδεύεις την κοιλίτσα μου.


Είναι γεμάτη με αγάπη.

Αλέξης Αντωνόπουλος

https://www.alexantonopoulos.com





Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2020

Μνήμη... Γιώργος Σαραντάρης

Marijana X Jakelić

 

Υπάρχει μνήμη που συλλέγει τα περασμένα

δεν τ’ αφήνει στο δρόμο της ζωής να σκορπισθούνε

να εξαφανιστούνε κάπου

όξω από μας

όξω από ορίζοντα και βλέμμα·

κι έτσι, και αν σβύσουνε,

η μυρωδιά τους σώζεται

απελπιστικά.

Γιώργος Σαραντάρης, Έργα, εκδ.Βικελαία βιβλιοθήκη


Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

Θέλω να με πας στα πανηγύρια... Γλυκερία Μπασδέκη

Λάμπρος Ορφανός, 1957

 

«Θέλω να με πας στα πανηγύρια».


Σ’ αυτά τα τριήμερα που τραγουδάει η Ξανθή Περράκη

ακόμη κι όταν δεν τραγουδάει,

με χάρτινα τραπεζομάντιλα μες στη λίγδα,

να καθίσουμε κάτω απ’ τα ηχεία,

να μην ακούς αυτά που σου λέω

και να μην καταλαβαίνω αυτά που μου λες.

Να είναι της Παναγιάς ανήμερα και να ’χει κλάψει η εικόνα

και να ’χουν βγει τα φιδάκια να γλείψουν τα δάκρυα

και να ’χουν μοσχοβολήσει τα κρινάκια.

Όλα να ’ναι νάι νάι νάι κι εσύ ο πιο Παναγιώτης,

γιατί θα σ’ έχω ξεματιάσει αποβραδίς με λάδι και αλάτι

και θ’ αστράφτεις σαν πάλκο.

Κι όλο θα φέρνεις μπίρες κουτάκια με το εύκολο άνοιγμα

και θα με ταΐζεις λουκάνικα με πράσο

μέχρι ν’ ανοίξει το στομάχι απ’ την τόση ευτυχία

και να πεταχτούν οι λέξεις

που έκρυβα πρόχειρα στους πεπτικούς σωλήνες

και σ’ άλλες θαλάσσιες σπηλιές.

Και μπίρα την μπίρα,

ηχείο το ηχείο,

γαρίφαλο το γαρίφαλο,

τίποτε δεν θα ’ναι ακριβώς το ίδιο.

Θα λέμε ότι έχουμε ονομαστική

και μας λένε Μαρία Μοντεσσόρι και Γιούλα Παναγιούλα

και Παναΐτ Ιστράτι και Ξανθή Περράκη

και ό,τι γιορτάζει και δεν γιορτάζει ανήμερα.

Θα λέμε, θα τρώμε και θα δεχόμαστε ευχές.


Γιατί έτσι είναι τα πανηγύρια που δεν πήγαμε,

αλλά θα πάμε.

Τρεις ημέρες μέγα θάμα είναι

και μετά μαζεύει η ορχήστρα.

Γλυκερία Μπασδέκη, Κλάματα




Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου 2020

Ρωτούσε για την ποιότητα... Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

Mirela Momanu

 

Απ’ το γραφείον όπου είχε προσληφθή

σε θέση ασήμαντη και φθηνοπληρωμένη-

ώς οκτώ λίρες το μηνιάτικό του (με τα τυχερά)-

βγήκε σαν τέλεψεν η έρημη δουλειά

που όλο το απόγευμα ήταν σκυμμένος,

βγήκεν η ώρα επτά, και περπατούσε αργά

και χάζευε στον δρόμο. Έμορφος·

κι ενδιαφέρων- έτσι που έδειχνε φθασμένος

στην πλήρη του αισθησιακήν απόδοση…

(Τα είκοσι εννιά, τον περασμένο μήνα τα είχε κλείσει.)

 

Εχάζευε στον δρόμο, και στες πτωχικές

παρόδους που ωδηγούσαν προς την κατοικία του.

 

Περνώντας εμπρός σ’ ένα μαγαζί μικρό

όπου πουλιούνταν κάτι πράγματα

ψεύτικα και φθηνά για εργατικούς,

είδ’ εκεί μέσα ένα πρόσωπο, είδε μια μορφή

όπου τον έσπρωξαν και εισήλθε- και ζητούσε

τάχα να δει χρωματιστά μαντήλια.

 

Ρωτούσε για την ποιότητα των μαντιλιών,

και τί κοστίζουν- με φωνή πνιγμένη,

σχεδόν σβησμένη απ’ την επιθυμία…

Κι ανάλογα ήλθαν οι απαντήσεις-

αφηρημένες, με φωνή χαμηλωμένη,

με υπολανθάνουσα συναίνεση...

 

Όλο και κάτι έλεγαν για την πραγμάτεια - αλλά

μόνος σκοπός: τα χέρια των ν’ αγγίζουν

επάνω απ’ τα μαντίλια· να πλησιάζουν

τα πρόσωπα, τα χείλη σαν τυχαίως·

μια στιγμιαία στα μέλη επαφή…

 

(Γρήγορα και κρυφά- για να μη νιώσει

ο καταστηματάρχης, που στο βάθος κάθονταν…)

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης


Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2020

Το βράδυ, σαν θα κλείσωμε... Διαλεχτή Ζευγώλη-Γλέζου

John T. Biggers

 

Το βράδυ, σαν θα κλείσωμε, γλυκαίνει πιο το σπίτι,

όλες απέξω μένουνε του κόσμου οι συμφορές,

κ’ η φλογα του έρωτα απαλή, σαν φως του αποσπερίτη,

χυμένη γύρω μας πετά μικρές αναλαμπές.


Χαρούμενο και πιο θερμό το φτωχικό σπιτάκι-

σαν κλείσωμε την πόρτα μας την ευτυχία τρυγώ.

Το ξύλο ακούμε το χλωρό, που τραγουδάει στο τζάκι,

κ’ είσαι δικός μου πιότερο κ’ είμαι δικιά σου εγώ.


Χτυπά η καρδιά και λαχταρά-σάμπως τα πρώτα νιάτα

την κρυφοπλημμυρίζουνε και θέλει να το πη.

(Και τα πρωτόβγαλτα παιδιά, σα σμίξουνε στη στράτα,

θένε να ξεμυστηρευτούν, μα τα κρατά η ντροπή.)


Κι απλώνω τα δυο χέρια μου σιγά, και συ τα παίρνεις, 

μες στις φωλίτσες-χούφτες σου, σα δυο μικρά πουλιά,

κ’ ύστερα το κεφάλι σου στα γόνατά μου γέρνεις

και σκύβω εγώ και σου φιλώ τα ωραία σου τα μαλλιά.


Τα περασμένα μας πλανούν, τα τώρα μας τρελλαίνουν,

και για να μην ξυπνά ηχώ μιλούμε σιγανά.

Γύρω η γαλήνη κ’ η χαρά μαγνάδι μας υφαίνουν

και ντύνομε παρθενικά τον έρωτα ξανά.

Διαλεχτή Ζευγώλη-Γλέζου 

(Ανθ. Η. & Ρ. Αποστολίδη)