Ν. Εγγονόπουλος, Η επιστροφή του Οδυσσέα |
Κάποτε ζοῦσε ἕνας φτωχὸς καὶ εὐσεβὴς ραββῖνος, ὁ Ἄϊζικ. Ὁ ὁποῖος ὀνειρεύτηκε πὼς μακριὰ στὴν Πράγα, κάτω ἀπὸ τὴ γέφυρα ποὺ ἔβγαζε στὸ βασιλικὸ παλάτι, ὑπῆρχε κρυμμένος ἕνας θησαυρός. Καὶ πὼς ἔπρεπε νὰ πάει νὰ τὸν βρεῖ. Δὲν ἔδωσε σημασία στὸ ὄνειρὀ του. Ὅμως τὸ εἶδε καὶ τὶς ἑπόμενες δύο βραδυές. Ὁπότε ἀποφάσισε νὰ πάει νὰ τὸν βρεῖ. Ὅταν ὕστερα ἀπὸ κοπιαστικὸ ὁδοιπορία ἔφτασε μπροστὰ στὴ γέφυρα, βλέπει μὲ ἀπογοήτευση τούτη νὰ φρουρεῖται νύχτα μέρα, ἀπὸ τή βασιλικὴ φρουρά. Καὶ ἄρχισε νὰ περιτριγυρίζει τὸν τόπο, ἀναμένοντας νὰ ἐκμεταλλευτεῖ καμμιὰ εὐκαιρία ἀπουσίας τοῦ σκοποῦ. Ὥσπου ἔπεσε στὴν ἀντίληψη τοῦ ἀξιωματικοῦ τῆς φρουρᾶς. Τοῦτος ὁ τελευταῖος τὸν καλεῖ καὶ τὸν ρωτάει, ἂν ἔχασε τίποτα. Ὁ ἁπλοϊκὸς ραββῖνος διηγεῖται στὸν ἀξιωματικὸ τὸ ὄνειρό του.
«Ἀλήθεια, φτωχέ μου ἄνθρωπε» τοῦ ἀπαντάει ὁ ἀξιωματικὸς γελώντας,«χάλασες τὰ
παπούτσια σου κάνοντας τόσο δρόμο γιὰ ἕνα ὄνειρο!
Ποιός λογικὸς ἄνθρωπος θὰ
πίστευε σὲ ἕνα ὄνειρο;
Καὶ ἐγὼ -συνεχίζει ὁ ἀξιωματικὸς- εἶδα ἕνα ὄνειρο,
ἀλλὰ δὲν
τοῦ ἔδωσα σημασία. Μοῦ εἶπε νὰ
πάω στὴν Κρακοβία καὶ νὰ
ψάξω γιὰ ἕνα θησαυρὸ στὸ σπίτι τοῦ
ραββίνου Ἄϊζικ,
ποὺ εἶναι κρυμμένος σὲ μιὰ σκονισμένη γωνιά, πίσω ἀπὸ τὴ
θερμάστρα.» Ὁ ραββῖνος παραξενεύτηκε
πολύ, ἀλλὰ δὲν εἶπε τίποτε. Χαιρέτισε τὸν ἀξιωματικὸ καὶ ἔσπευσε
πρὸς τὸ σπίτι του, ὅπου
πραγματικὰ βρῆκε τὸν
θησαυρὸ καὶ ἔγινε
πλούσιος.
Martin Mordechai Buber
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου