![]() |
| Νικόλαος Οθωναίος |
Μαζεύαμε πικρὸ καρπὸ στην πλακολιθιά.
Δεν κατάφερνε να φέρῃ βόλτα το δέντρο με τον καταρράχτη στα μάτια του.
Μ’ ορμήνευε κατὰ τη συνήθειά του: Γιώργη! Μη ξακρίζης,
είναι βρεμένα τα σταυρώματα·
θα σκοτωθής!
Σιγά τη βέργα· άμα την κομματιάσῃς
θα πάῃ η μέρα μας χαμένη.
Η μάνα τόνε μάλωνε:
Ασ’ τον μωρέ! 46 χρονώ είν’ ο Γιώργης μας.
Α! ρε πατέρα!..
Ήθελα να σε βάλω πιο νέο στο ποίημα. Μαθητὴ της βυζαντινής μουσικής στην Κατοχή,
να πληρώνῃς τα δίδακτρα σε ρεβίθια. Με το βέβαιο βήμα
στον Παρνασσὸ και στην Πάρνηθα
και με το δάκρυ στη Βάρκιζα.
Με την απελπισία στη Μουργκάνα
και στους Φιλιάτες αργότερα.
Στον πευκώνα του άι-Χαράλαμπου το ’51
να με κρατάς αγκαλιά·
να μου φτειάχνῃς βαρκάκια με τις φλούδες του πεύκου.
Με την κιθάρα σου στης Δεσφίνας τα πανηγύρια
και με τα τεριρὲμ στο δεξιὸ ψαλτήρι.
Με το σφυρὶ να κάνῃς στο δρόμο των Δελφών
την πέτρα χαλίκι,
εκτίοντας ποινὴ στης ζωής σου το κάτεργο.
Πίσω απ’ το μονόγενο στ’ όργωμα·
με την αγάνα στο λάρυγγα στ’ αλώνισμα.
Να επιστρέφης απὸ νυχτερινὴ βάρδια στο εργοστάσιο.
Να μου στέλνης το καλάθι
μ’ ένα καρβέλι ψωμὶ και δυὸ αλλαξιὲς στα πρακτορεία της πλατείας Καραϊσκάκη το ’70.
Ήθελα να σε βάλω πιο νέο, πατέρα, στο ποίημα,
μα τούτο το βάσανο της γραφής
με βρήκε κ’ εμένα μεγάλο.
Λέω να πηδήσω τώρα απ’ την ελιὰ
και να σε μάθω να καπνίζης·
να γείρουμε αντάμα στο προσήλιο
να φουμάρουμε απόνα άφιλτρο
να πάνε τα φαρμάκια κάτω.
Κι άσε να λέη η μάνα πως μεγάλωσα – ξέρουν καλύτερα οι πατεράδες για τους γιούς τους –
έτσι κι αλλιώς θα γίνουμε μιὰ μέρα συνομήλικοι…
Γιώργος Χ. Θεοχάρης
Διορθώσεις, ΜΗΝΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ, τχ 22 https://diorthoseis.eu/
------------
Αγαπημένοι νεκροί,
πού βρίσκεστε;
Η νοσταλγία μου χάνει το δρόμο της.
Λούλη Τσαμαντάνη, Στον τόπο του τι, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθ. 2018
Διορθώσεις, ΜΗΝΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ τχ. 45, Σεπτ. 2019 https://diorthoseis.eu/

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου