Esteban Murillo |
Έλα για κείνους
που θαρρούνε
πως τους ξέχασες
και δεν τους έδωκες
στον ήλιο
μοίρα,
κι απ’ τα μισόγυρτα
τα παραθύρια τους
κοιτάζουν
το περιθώριο
της ζωής·
έλα για κείνους
που οι πόρτες τους
καιρός π’ απόμειναν
κλεισμένες
στου βοριά τα κρύα
και φέρε τους
την άνοιξη-
και δυο
και τρεις φορές
ν’ αναστηθούνε,
τι μια δε φτάνει·
τους λύχνους σου
ν’ ανάψης
που τους έσβησε
του νου
η σοφία,
κ’ ηύρεν ο κόσμος σου
άκρη,
μα οι αμαρτίες
ακόμα·
έλα για κείνους
που γνωρίζουν
το σωστό,
μα περπατούνε
λάθος-
τ’ είναι η στόχαση
μια ερειπωμένη
πολιτεία·
για το μερμύγκι έλα
που το δίκασεν
η φτέρνα
η μοχθηρή-
για το σκουλήκι
που ονειρεύεται
να γίνει πεταλούδα·
έλα για τους τυφλούς
και νυχτωμένους
της ζωής,
π’ απογυρεύουνε
το φως σου ξεστρατισμένοι
από νωρίς-
κι ακόμα
έλα γι’ αυτούς
που μέσα τους
θρηνεί
ο αδελφός
του ασώτου,
που στου πατρός του
την αυλή
άλλη δε γνώρισε χαρά
απ’ τον επιούσιο,
γιατ’ είναι η φορεσιά
η περικαλλής
και το χρυσό
το δαχτυλίδι
μονάχα για τον άσωτο·
έλα γι’ αυτούς που πια
δεν καρτερούνε
τίποτα,
κ’ είν’ η ψυχή τους
μια εκκλησιά
πόχει σφαλίσει…
Χρυσούλα Χατζηγιαννιού, Υποψίες, εκδ Δύφρος, 1967
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου