![]() |
Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, 1927 |
Ήταν μεσημέρι,
στο σπίτι κανένας·
προσπάθησα να κοιμηθώ,
μα ήταν ο ύπνος των κακών ονείρων.
Σηκώθηκα κι αφουγκράστηκα:
απ’ τα κατάβαθα του σπιτιού
ερχόταν πνιχτὸς ο ήχος,
σαν να ροκάνιζαν την πέτρα.
Έφερα έναν γύρο στα δωμάτια,
ο ήχος κρουστὸς και ανένταχτος
ανέβαινε απὸ κάτω.
Δισταχτικὰ κατέβηκα
τη σκάλα του υπογείου.
Άνοιξα.
Πίσω απ’ το πλατύσκαλο,
σε δύο σαρακοφαγωμένα σκαμνιά,
κάθονταν ο παπποὺς κ’ η γιαγιά μου,
νεκροὶ απὸ χρόνια.
Η γιαγιὰ ξεσπύριζε φασόλια
σ’ ένα παλιὸ ταψί.
Ο παπποὺς με το μακρὺ
χαμένο μας μαχαίρι
ψιλόκοβε καπνὸ σ’ ένα σανίδι.
Σε μιὰ στιγμὴ σήκωσε τον πριόβολο,
για να τροχίση τη φαγωμένη λάμα.
Τότε με είδε·
σκούντηξε τη γιαγιὰ και οι δυὸ σηκώθηκαν και χάθηκαν
σε μιὰ άλλη πόρτα,
που έβγαζε πιο χαμηλά,
σ’ ένα άλλο, άγνωστο υπόγειο.
Ξέρω ότι τους είδα σίγουρα,
όπως επίσης ξέρω,
πως όχι μόνο δεύτερο υπόγειο στο σπίτι
δεν υπήρχε,
μα ούτε καν τα πρώτο που κατέβηκα.
Ηλίας Κεφάλας, Λόγος για την αβεβαιότητα
Διορθώσεις, ΜΗΝΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ τχ. 23, Μάιος 2013, https://diorthoseis.eu/
---------------------
Κερδίζουν οι νεκροί στα όνειρα,
η θλίψη τους τούς ομορφαίνει.
Όταν μας επισκέπτονται
στέκονται πάντα σιωπηλοί·
δε φλυαρούνε σαν τους ζωντανούς,
δεν έρπουνε.
Χρίστος Λάσκαρης, ΠΟΙΗΜΑΤΑ,
εκδ. Τύρφη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου