Τάσσος (Αναστάσιος Αλεβίζος), ξυλογραφία 1963 |
Ήταν καλά στα μέρη μας, ήταν καλά!
Δούλευε η γης κι ο αγέρας μύριζε αραποσίτια!
Κανείς δε μας ήξερε· μόνο τα δέντρα κι ο ποταμός,
μόνο το χώμα κι ο ήλιος.
Όταν θέλαμε να σε βρούμε, καβαλλούσαμε τ'άλογα
κ'ερχόμαστε πριν βραδιάσει.
Εσύ μοίραζες τη ζωή σου ανάμεσα στους καρπούς
και στα μεγάλα φυτά που λάμπανε από γαλήνη.
Περπατούσαμε χέρι με χέρι στα δάση
και χαιρόμαστε αμίλητοι το μυστήριο των όντων.
Μια μέρα, σκύψαμε στο ποτάμι κι ονειρευτήκαμε τη θάλασσα·
κ’ ύστερα, κάθε μέρα, σκύβαμε στο ποτάμι…
Τώρα συλλογιζόμαστε κι αρμενίζουμε·
συλλογιζόμαστε κι αρμενίζουμε δίχως τέλος…
Τα μάτια μας κάηκαν μέσα στ’ αλάτια της ξενιτιάς,
μα η ψυχή μας τυλίγεται σ’ ένα σύννεφο αποδημίας.
Κανείς άνεμος δεν φυσάει για τα μέρη μας·
μένει μόνο η καρδιά μας ν’ αφηνιάζει στον καλπασμό,
κάθε τόσο που αφήνουμε κ’ ένα νέο λιμάνι.
Όμως είναι καιρός, μα είναι ακόμα καιρός
ν’ ανάψουμε τις φωτιές, να κάψουμε τα καράβια μας,
να κάψουμε τα όνειρά μας- να λυτρωθούμε.
Μήτσος
Λυγίζος, Η αλλαγή,
1947
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου