Τάσσος (Αναστάσιος Αλεβίζος), ξυλογραφία 1963 |
Σε γνώριζα όπως ο τυφλός την πόρτα,
όπως η πόρτα τη βροχή, []
όπως ο τυφλός που πάει με τη βροχή στο πρόσωπο!..
Έφερνες πάντα φως απέξω, κ’ έμαθα ξανά το φως![]
Τα μαλλιά σου φέγγανε-
σε τι νερά, σε τι ποτάμια τάχες πλύνει
από την ερημιά της γης;..[]
Δέκα του Σεπτεμβρίου, απόγευμα:
ο ξερός αέρας ήσουν στη χαράδρα, στην κατηφοριά.
Αργότερα στη σκάλα ήσουν το αγκάλιασμα
το ταραγμένο, το τυφλό.
Έλα να φύγουμε- κι ήσουν το στόμα
και το σώμα και το χώμα το κλειστό!..
Ήσουν το θηλυκό σκοτάδι ως την αυγή-και πάλευα
να σε κρατήσω όπως ήσουν!
Μα ήσουν το αθόρυβο, το λαμπερό, το γρήγορο,
το ανείδωτο-το γρήγορο, το λαμπερό, το αθόρυβο!..
Έτσι με καίγανε κάθε εποχή τα χέρια σου…[]
Ήσουν ακόμα η πόρτα!
Όπως την άνοιγες εμύριζε πρωί το ξύλο της!
Γύρω απ’ το σπίτι ήσουν η ζώνη του μεσημεριού.[]
- κ’ ήσουν όλη τη μέρα η σκιά κάτω απ’ την πέτρα,
όλη τη νύχτα ήσουν ο ήλιος κάτω απ’ την πέτρα!..
Τάκης Σινόπουλος, Εν,1966
(Ανθ. Η.&Ρ. Αποστολίδη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου