Augusto Cantamessa |
Στο καφενείο του «Ρούλη» καθόμουνα τα μεσημέρια·
έρχονταν σε λίγο οι φίλοι με πονεμένα ποιήματα στα χέρια,
όμως οι καρδιές ήταν εκεί γελαστές
σαν αθώα παιδιά που κρατάνε μπαλόνια,
αδιάφορα αν κάνει κρύο ή ζέστη, αν φεύγουν τα χρόνια.
Κάπνα, ημίφως, τοίχοι ξεβαμένοι μεριές μεριές
στο καφενείο αυτό που τα λόγια μας βρίσκαν τον τόνο
του ονείρου. Που δεν είχαμε λέξεις παρα μόνο
για να τις κερνάμε. Και οι διακριτικές σιωπές
μας άφηναν κάποτε μόνους, τον ένα δίπλα στον άλλο:
πίσω από τα τζάμια βλέπαμε, ως συνήθως, τον μεγάλο
φοίνικα, που είναι εκεί, κάτω από ήλιο ή βροχές.
Τάσος Αναστασίου, περ. Πλανόδιον τχ.
17
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου