Ebrahim Bakhtari Bonab |
Του Χρόνου ο χρόνος άσωστος,
τ’ ανθρώπου μια στιγμούλα.
Γιώργος Χ. Θεοχάρης
Διορθώσεις, ΜΗΝΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ τχ. 41 https://diorthoseis.eu/
Esteban Murillo |
Έλα για κείνους
που θαρρούνε
πως τους ξέχασες
και δεν τους έδωκες
στον ήλιο
μοίρα,
κι απ’ τα μισόγυρτα
τα παραθύρια τους
κοιτάζουν
το περιθώριο
της ζωής·
έλα για κείνους
που οι πόρτες τους
καιρός π’ απόμειναν
κλεισμένες
στου βοριά τα κρύα
και φέρε τους
την άνοιξη-
και δυο
και τρεις φορές
ν’ αναστηθούνε,
τι μια δε φτάνει·
τους λύχνους σου
ν’ ανάψης
που τους έσβησε
του νου
η σοφία,
κ’ ηύρεν ο κόσμος σου
άκρη,
μα οι αμαρτίες
ακόμα·
έλα για κείνους
που γνωρίζουν
το σωστό,
μα περπατούνε
λάθος-
τ’ είναι η στόχαση
μια ερειπωμένη
πολιτεία·
για το μερμύγκι έλα
που το δίκασεν
η φτέρνα
η μοχθηρή-
για το σκουλήκι
που ονειρεύεται
να γίνει πεταλούδα·
έλα για τους τυφλούς
και νυχτωμένους
της ζωής,
π’ απογυρεύουνε
το φως σου ξεστρατισμένοι
από νωρίς-
κι ακόμα
έλα γι’ αυτούς
που μέσα τους
θρηνεί
ο αδελφός
του ασώτου,
που στου πατρός του
την αυλή
άλλη δε γνώρισε χαρά
απ’ τον επιούσιο,
γιατ’ είναι η φορεσιά
η περικαλλής
και το χρυσό
το δαχτυλίδι
μονάχα για τον άσωτο·
έλα γι’ αυτούς που πια
δεν καρτερούνε
τίποτα,
κ’ είν’ η ψυχή τους
μια εκκλησιά
πόχει σφαλίσει…
Χρυσούλα Χατζηγιαννιού, Υποψίες, εκδ Δύφρος, 1967
Marlon Brando & Maria Schneider in Last tango in Paris, 1972 |
Δυστυχώς είναι αδύνατον να μιλάω στους φίλους σου
χωρίς να τους μιλάω για Τέχνη, και
δυστυχώς είναι αδύνατον να τους μιλάω για Τέχνη
χωρίς να τους μιλάω για τον Θεό, και
δυστυχώς είναι αδύνατον να τους μιλάω για όλα αυτά
δίχως να δακρύσω, και
έχω καταλάβει πόσο βαρετός είμαι στα πάρτι.
Μακάρι τουλάχιστον να είχα κοιλιακούς να πιάνεις.
Μα μην κοροϊδεύεις την κοιλίτσα μου.
Είναι γεμάτη με αγάπη.
Αλέξης Αντωνόπουλος
https://www.alexantonopoulos.com
Λάμπρος Ορφανός, 1957 |
«Θέλω να με πας στα πανηγύρια».
Σ’ αυτά τα τριήμερα που τραγουδάει η Ξανθή Περράκη
ακόμη κι όταν δεν τραγουδάει,
με χάρτινα τραπεζομάντιλα μες στη λίγδα,
να καθίσουμε κάτω απ’ τα ηχεία,
να μην ακούς αυτά που σου λέω
και να μην καταλαβαίνω αυτά που μου λες.
Να είναι της Παναγιάς ανήμερα και να ’χει κλάψει η εικόνα
και να ’χουν βγει τα φιδάκια να γλείψουν τα δάκρυα
και να ’χουν μοσχοβολήσει τα κρινάκια.
Όλα να ’ναι νάι νάι νάι κι εσύ ο πιο Παναγιώτης,
γιατί θα σ’ έχω ξεματιάσει αποβραδίς με λάδι και αλάτι
και θ’ αστράφτεις σαν πάλκο.
Κι όλο θα φέρνεις μπίρες κουτάκια με το εύκολο άνοιγμα
και θα με ταΐζεις λουκάνικα με πράσο
μέχρι ν’ ανοίξει το στομάχι απ’ την τόση ευτυχία
και να πεταχτούν οι λέξεις
που έκρυβα πρόχειρα στους πεπτικούς σωλήνες
και σ’ άλλες θαλάσσιες σπηλιές.
Και μπίρα την μπίρα,
ηχείο το ηχείο,
γαρίφαλο το γαρίφαλο,
τίποτε δεν θα ’ναι ακριβώς το ίδιο.
Θα λέμε ότι έχουμε ονομαστική
και μας λένε Μαρία Μοντεσσόρι και Γιούλα Παναγιούλα
και Παναΐτ Ιστράτι και Ξανθή Περράκη
και ό,τι γιορτάζει και δεν γιορτάζει ανήμερα.
Θα λέμε, θα τρώμε και θα δεχόμαστε ευχές.
Γιατί έτσι είναι τα πανηγύρια που δεν πήγαμε,
αλλά θα πάμε.
Τρεις ημέρες μέγα θάμα είναι
και μετά μαζεύει η ορχήστρα.
Γλυκερία Μπασδέκη, Κλάματα
Mirela Momanu |
Απ’ το γραφείον όπου είχε
προσληφθή
σε θέση ασήμαντη και
φθηνοπληρωμένη-
ώς οκτώ λίρες το μηνιάτικό του (με
τα τυχερά)-
βγήκε σαν τέλεψεν η έρημη δουλειά
που όλο το απόγευμα ήταν
σκυμμένος,
βγήκεν η ώρα επτά, και περπατούσε
αργά
και χάζευε στον δρόμο...
Έμορφος...
κι ενδιαφέρων... Έτσι που έδειχνε
φθασμένος
στην πλήρη του αισθησιακήν απόδοση…
(Τα είκοσι εννιά, τον περασμένο
μήνα τα είχε κλείσει.)
...Εχάζευε στον δρόμο, και στες
πτωχικές
παρόδους που ωδηγούσαν προς την
κατοικία του...
όπου πουλιούνταν κάτι πράγματα
ψεύτικα και φθηνά για εργατικούς,
είδ’ εκεί μέσα ένα πρόσωπο, είδε
μια μορφή
όπου τον έσπρωξαν και εισήλθε- και
ζητούσε
τάχα να δει χρωματιστά μαντήλια.
...Ρωτούσε για την ποιότητα των
μαντιλιών,
και τί κοστίζουν- με φωνή
πνιγμένη,
σχεδόν σβησμένη απ’ την επιθυμία…
...Κι ανάλογα ήλθαν οι απαντήσεις-
αφηρημένες, με φωνή χαμηλωμένη,
με υπολανθάνουσα συναίνεση...
Όλο και κάτι έλεγαν για την
πραγμάτεια - αλλά
μόνος σκοπός: τα χέρια των ν’
αγγίζουν
επάνω απ’ τα μαντίλια· να
πλησιάζουν
τα πρόσωπα, τα χείλη σαν τυχαίως·
μια στιγμιαία στα μέλη επαφή…
(Γρήγορα και κρυφά- για να μη
νιώσει
ο καταστηματάρχης, που στο βάθος
κάθονταν…)
Κωνσταντίνος Π. Καβάφης
Ανθ. Η.&Ρ. Αποστολίδη
John T. Biggers |
Το βράδυ, σαν θα κλείσωμε, γλυκαίνει πιο το σπίτι,
όλες απέξω μένουνε του κόσμου οι συμφορές,
κ’ η φλογα του έρωτα απαλή, σαν φως του αποσπερίτη,
χυμένη γύρω μας πετά μικρές αναλαμπές.
Χαρούμενο και πιο θερμό το φτωχικό σπιτάκι-
σαν κλείσωμε την πόρτα μας την ευτυχία τρυγώ.
Το ξύλο ακούμε το χλωρό, που τραγουδάει στο τζάκι,
κ’ είσαι δικός μου πιότερο κ’ είμαι δικιά σου εγώ.
Χτυπά η καρδιά και λαχταρά-σάμπως τα πρώτα νιάτα
την κρυφοπλημμυρίζουνε και θέλει να το πη.
(Και τα πρωτόβγαλτα παιδιά, σα σμίξουνε στη στράτα,
θένε να ξεμυστηρευτούν, μα τα κρατά η ντροπή.)
Κι απλώνω τα δυο χέρια μου σιγά, και συ τα παίρνεις,
μες στις φωλίτσες-χούφτες σου, σα δυο μικρά πουλιά,
κ’ ύστερα το κεφάλι σου στα γόνατά μου γέρνεις
και σκύβω εγώ και σου φιλώ τα ωραία σου τα μαλλιά.
Τα περασμένα μας πλανούν, τα τώρα μας τρελλαίνουν,
και για να μην ξυπνά ηχώ μιλούμε σιγανά.
Γύρω η γαλήνη κ’ η χαρά μαγνάδι μας υφαίνουν
και ντύνομε παρθενικά τον έρωτα ξανά.
Διαλεχτή Ζευγώλη-Γλέζου
(Ανθ. Η. & Ρ. Αποστολίδη)