Πέμπτη 15 Μαρτίου 2018

Ο πραματευτής... Ιωάννης Γρυπάρης

Paul Almásy


ρθε π᾿ τ Πόλη νις πραματευτς
μ διαλεχτ πραμάτεια,
μ᾿ σημικ κα χρυσικ
κα μ γλυκ τ μαρα μάτια.

Κι ο νις ποθοπλαντάζουν το χωριο
στς πόρτες κα στ παρεθύρια,
κι ο παντρεμμένες ξενυχτν
γι τ σμιχτ γραφτά του φρύδια.

Τρίζωστη ζώνη λόχρυση φορε
σ δαχτυλίδι-μέση,
κα πι ραία χήρα δ βαστ:
- «Πραματευτή, πολ μ᾿ ρέσει
ζώνη πο φορες κι ,τι ν πες
σο τάζω κι λλα τόσα...»
- «Δ τν πουλ μ᾿ οδ φλουρι
μ᾿ οδ᾿ σα κι λλα τόσα γρόσα.
τσι ραία, -ραία πς ν σ π,
 ρόδο κρίνο;-
να μο κόστισε φιλ
κι που βρ δύο τ δίνω...»
- «Σύρε ταχι στν ρια τ σπηλιά,
πραματευτ μ τ ραα μάτια,
κα κε σο φέρνω τ τιμ
κα παίρνω τ πραμάτεια».

Τραβ ταχι στν ρια τ σπηλι
κα στο μεσημεριο τ ντάλα
φτάνει στν ρια τ σπηλι
σ μούλα χρυσοκάπουλη καβάλλα.
Δένει τ μούλα στ ξυνομηλι
πο σκιώνει μπρς στ σπήλιο,
στ μάτια του πο τν πλανν
βάζει συχν τ χέρι ντήλιο
κα τρώει κα τρώει τ στράτα το χωριο,
δ φαίνεται κι οδ γρικιέται
κα μπαίνει μέσα στ σπηλι
κι ποκοιμιέται...

Μέσα στ στοιχειωμένη τ σπηλι
πο ποσταμένος γέρνει,
πνος τς φέρνει, πνος τς παίρνει:
Νεράιδες περδικόστηθες στητς
κα μαρμαροτραχλες,
νίσκιωτα κορμι δειανά,
διανέματα κι νατριχίλες,
στς κομπωτς πλεξοδες των φορον
νεραϊδογνέματα κα πολυτρίχια
κι χουνε κρίνους δάχτυλα
οδόφυλλα γι νύχια
κα χρυσομέταξα μαλλι
κι λιόμαυρες λαμπθρες
τέτοιες μ μέλι σύγκαιρο μεστς
ο βλαες κερθρες.
Κα μία, ξωτέρα, Παγανή,
παγάνα το θανάτου,
χτυπ τν νι πραματευτ
κα παίρνει τ συλλοϊκά του.

Τώρα στ χώρα νις πραματευτς
κλαίει κα λέει πάλι κενο:
- «να μο κόστισε φιλ
κι που βρ δύο τ δίνω,
τ ζώνη ππλεξε καλ - να φιλί,
ρρεβωνιαστικιά μου-
μ πλάνεσε μι ξωτικι στ ξενητει
κα πρε τ συλλοϊκά μου!» 
Ιωάννης Γρυπάρης, (1870-1942)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου