Paul Almásy |
Ἦρθε ἀπ᾿ τὴ
Πόλη νιὸς πραματευτὴς
μὲ
διαλεχτὴ πραμάτεια,
μ᾿ ἀσημικὰ καὶ
χρυσικὰ
καὶ μὲ
γλυκὰ τὰ
μαῦρα μάτια.
Κι οἱ
νιὲς ποθοπλαντάζουν τοῦ χωριοῦ
στὶς πόρτες καὶ
στὰ παρεθύρια,
κι οἱ παντρεμμένες ξενυχτᾶν
γιὰ
τὰ σμιχτὰ
γραφτά του φρύδια.
Τρίζωστη ζώνη ὁλόχρυση
φορεῖ
σὲ
δαχτυλίδι-μέση,
καὶ πιὰ ἡ
ὡραία χήρα δὲ
βαστᾷ:
- «Πραματευτή, πολὺ μ᾿
ἀρέσει
ἡ
ζώνη ποὺ φορεῖς κι ὅ,τι
νὰ πεῖς
σοῦ τάζω κι ἄλλα
τόσα...»
- «Δὲ τὴν πουλῶ
μ᾿ οὐδὲ φλουριὰ
μ᾿ οὐδ᾿ ὅσα
κι ἄλλα τόσα γρόσα.
Ἔτσι ὡραία,
-ὡραία πῶς
νὰ σὲ
πῶ,
ρόδο ἢ
κρίνο;-
ἕνα μοῦ κόστισε φιλὶ
κι
ὅπου βρῶ
δύο τὴ δίνω...»
- «Σύρε ταχιὰ στὴν
Ὥρια τὴ
σπηλιά,
πραματευτὴ μὲ τὰ
ὡραῖα
μάτια,
καὶ ῾κεῖ
σοῦ φέρνω τὴ
τιμὴ
καὶ
παίρνω τὴ πραμάτεια».
Τραβᾶ ταχιὰ
στὴν Ὥρια
τὴ σπηλιὰ
καὶ στοῦ
μεσημεριοῦ τὴ ντάλα
φτάνει στὴν Ὥρια
τὴ σπηλιὰ
σὲ μούλα χρυσοκάπουλη καβάλλα.
Δένει τὴ μούλα στὴ
ξυνομηλιὰ
ποὺ σκιώνει μπρὸς
στὸ σπήλιο,
στὰ
μάτια του ποὺ τὸν πλανᾶν
βάζει
συχνὰ τὸ
χέρι ἀντήλιο
καὶ
τρώει καὶ τρώει τὴ στράτα τοῦ
χωριοῦ,
δὲ
φαίνεται κι οὐδὲ γρικιέται
καὶ
μπαίνει μέσα στὴ σπηλιὰ
κι ἀποκοιμιέται...
Μέσα
στὴ στοιχειωμένη τὴ
σπηλιὰ
ποὺ
ἀποσταμένος γέρνει,
ὕπνος τὶς
φέρνει, ὕπνος τὶς παίρνει:
Νεράιδες περδικόστηθες στητὲς
καὶ
μαρμαροτραχῆλες,
ἀνίσκιωτα κορμιὰ
ἀδειανά,
διανέματα κι ἀνατριχίλες,
στὶς
κομπωτὲς πλεξοῦδες των φοροῦν
νεραϊδογνέματα
καὶ πολυτρίχια
κι ἔχουνε
κρίνους δάχτυλα
ῥοδόφυλλα γιὰ νύχια
καὶ
χρυσομέταξα μαλλιὰ
κι ἐλιόμαυρες λαμπῆθρες
τέτοιες
μὲ μέλι σύγκαιρο μεστὲς
οἱ
Ὑβλαῖες
κερῆθρες.
Καὶ
μία, ἡ Ἐξωτέρα,
ἡ Παγανή,
παγάνα τοῦ θανάτου,
χτυπᾷ
τὸν νιὸ
πραματευτὴ
καὶ παίρνει τὰ
συλλοϊκά του.
Τώρα στὴ χώρα ὁ νιὸς
πραματευτὴς
κλαίει καὶ λέει πάλι κεῖνο:
-
«Ἕνα μοῦ
κόστισε φιλὶ
κι ὅπου βρῶ
δύο τὴ δίνω,
τὴ
ζώνη πὄπλεξε ἡ καλὴ
-ὢ ἕνα
φιλί,
ἡ ἀρρεβωνιαστικιά μου-
μὲ πλάνεσε μιὰ
ξωτικιὰ στὴ ξενητειὰ
καὶ πῆρε
τὰ συλλοϊκά μου!»
Ιωάννης
Γρυπάρης, (1870-1942)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου