Ἡ λεμονιά
ΞΥΠΝΗΣΑ τὸ μεσημέρι μὲ τὰ ὄνειρα νὰ μὲ γυρίζουν ὅλο τὸ βράδυ, ζαλισμένος ἀπὸ
τὸν καπνὸ ποὺ εἶχα ρουφήξει ὣς ἀργὰ τὸ πρωί. Ἄνοιξα τὰ παράθυρα νὰ μπεῖ ὁ φρέσκος
ἀέρας, ἔριξα δυὸ κουταλιὲς καφὲ μέσα στὴ κούπα μου. Ἡ πόλη ἦταν ἀκόμα ἐκεῖ, ὅλα
κανονικὰ καὶ συγχρονισμένα, τὰ μαγαζιὰ μὲ τοὺς ἐμπόρους στὴν πόρτα νὰ ἀδημονοῦν,
τὸν ζητιάνο νὰ πεινάει, τὴ λεμονιὰ στὸν ὑπαίθριο νὰ εἶναι γεμάτη ἀπὸ φρέσκα καὶ
μυρωδάτα λεμόνια. Αὐτὴ ἡ λεμονιά, μοῦ ἔχει κάνει φοβερὴ ἐντύπωση, μέσα στὸ τσιμέντο
στέκει ἀγέρωχη καὶ περήφανη γεννώντας κάτι καρποὺς ποὺ ἀκόμα καὶ ὁ πιὸ ἐπιδέξιος
ἀγρότης, θὰ τοὺς ζήλευε. Μὲ πῆρες τηλέφωνο νὰ μὲ καλημερίσεις, ὅπως πάντα. Σήμερα
δὲν εἶχα διάθεση νὰ βάλω σὲ τάξη τίποτα, οὔτε τὴ λάντζα στὸ νεροχύτη, οὔτε τὰ πεταμένα
ροῦχα. Τὸ κάθε τὶ ποὺ βρίσκεται μπροστά σου, θυμίζει κάτι ἀπὸ τὸ παρελθόν, κάτι
ποὺ ἔζησες καὶ ξαφνικὰ ζωντανεύει μέσα ἀπὸ διάφορα ἁπλὰ καθημερινὰ τίποτα, οἱ εἰκόνες,
τὰ λόγια, ὅλα ἔχουν τὸν λόγο τους. Παγκράτι ὥρα 12:00. Ἔριξα μιὰ ματιὰ στὶς εἰδήσεις,
ἡ ἱστορία ἀκόμα δημιουργεῖ, ἔστω κι ἂν παλεύει γι’ ἄλλα ἀπὸ αὐτὰ ποὺ εἶχαν γραφτεῖ.
Αὐτὸ παρατήρησα ἐνοχλοῦσε καὶ τοὺς μὲν καὶ τοὺς δέ, κανεὶς δὲν εἶναι ἱκανοποιημένος
ὅταν διαψεύδεται… «Ἡ ἀνάγκη νὰ ἔχεις πάντα δίκιο, σφραγίδα
ἑνὸς χυδαίου πνεύματος» εἶχε γράψει ὁ Καμύ, μᾶλλον ἐννοοῦσε τὴν ἀνάγκη τοῦ σύγχρονου
πνεύματος γιὰ τὴν χυδαιότητά του· περίεργο, πὼς κάποιοι ἄνθρωποι πιστοποίησαν τὴ
θεωρία τους μὲ τὴ ἴδια τους τὴ ζωή… Αὐτοκινητιστικὸ δυστύχημα, «Τὸ
παράλογο παραμονεύει σὲ κάθε στροφή» εἶχες πεῖ καὶ εἶχες δίκιο, γιὰ αὐτὸ καὶ δὲν ἤσουν χυδαῖο
πνεῦμα. Στὴν Ἑλλάδα τοῦ σήμερα τώρα, μιὰ χώρα ποὺ ἔχει πέσει πάνω της ὅλος ὁ κόσμος,
γύρω της χορεύουν ἐπαναστάσεις, ἐξεγέρσεις, μετατροπές, οἰκονομικὰ προγράμματα,
σωτῆρες, καὶ Σωτηρίες, ἄσπονδοι φίλοι, κι αὐτὴ κρατάει ἀκόμα παρατηρήτρια τοῦ πουθενά,
σὰν νὰ ψάχνει νὰ βρεῖ τὸ δρόμο της μέσα σὲ αὐτὴ τὴ δίνη, εἶναι περίεργο, μοῦ θυμίζει
τὴ λεμονιά μου, ἐγώ, μοῦ λέει, θὰ φτιάξω τὰ λεμόνια μου γιὰ νά ‘χεις ἂν θὲς λίγο
ξινὸ χυμὸ νὰ πιεῖς, νὰ δροσιστεῖς μέσα στὴν κάψα τοῦ καλοκαιριοῦ, ἐσὺ μπορεῖς νὰ
κάνεις ὅ,τι θές, ἐγώ σοῦ προσφέρω ἁπλὰ τοὺς καρπούς μου. Ἔκοψα ἕνα λεμόνι καὶ τὸ
ἔφερα στὸ πρόσωπό μου, ἔκλεισα τὰ μάτια μου καὶ ἀφέθηκα στὴν μυρωδιά του, ἡ μυρωδιὰ
τοῦ λεμονιοῦ ταιριάζει μὲ τὸ κίτρινο, «Οὐδὲν ἄτακτον τῶν φύσει». Ὁ καφές μου τελειώνει ἔχει μείνει μόνο
μιὰ γουλιά, ἀνάβω ἕνα τσιγάρο καὶ σκέφτομαι τὰ λόγια πού μοῦ εἶπες «ἀκόμα
καὶ μέσα σὲ αὐτὴ τὴ παρακμὴ θὰ ὑπάρξουν ἄνθρωποι ποὺ θ’ ἀλλάξουν τὴν κατάσταση» εἶσαι μιὰ μετανάστρια, μιὰ ξένη, μιὰ
λεμονιά, μέσα στὸ γκρίζο τσιμέντο.
Μεγάλο πράγμα ν’ ἀντέχεις, γλυκιά μου λεμονιά!
Κρίστης Ἐλαῖος
ΠΗΓΗ: bonsaistories
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου