Παύλος Βαλασάκης |
[...] Αἴφνης τό μειδίαμα ἐπάγωσεν εἰς τά χείλη του. Τρόμος κατέλαβε τήν
ψυχή του. Ἀποτόμως,
ἀντελήφθη
πού τόν ἐπήγαιναν.
Ἀνεγνώρισε
ποία ἦτο ἡ εὐθυτάτη ὁδός, εἰς τήν ὁποίαν διά τῶν σημάτων των τόν ἐξώθησαν… Ἄπελπις ἐπεχείρησε νά κάμῃ στροφήν ἐπί τόπου, νά στραφῇ πρός τήν ἀντίθετον κατεύθυνσιν τῆς ὁδοῦ. Ἀλλά τέσσαρες τροχονόμοι πελώριοι, μέ
τά κράνη των ἀπαστράπτοντα
εἰς τό
κατακόρυφον ἤδη φῶς τῆς λαμπρᾶς μεσημβρίας, μέ τάς ράβδους των
τεταμένας, ἀνεδύθησαν
εἰς τάς
παρυφάς τῆς ὁδοῦ, στεντορείως κραυγάζοντες:
Ἀπαγορεύεται!…Εἶναι μονόδρομος!… Ἡ στροφή
ἐπί
τόπου ἀπαγορεύεται!…
Ὁ ὁδηγός τά ἐσάστισε. «Συγγνώμην» ἐψέλλισε. «Δέν τό ἔγραφε –δέν τό ἐγνώριζα…»
Ἀνελογίσθη,
μέ δέος, ὅτι ὀλίγον ἔλειψε νά ὑποπέσῃ εἰς παράβασιν βαρυτάτην.
Συνελθών,
ἐπανέφερε
τό αὐτοκίνητόν
του εἰς τήν εὐθείαν…
Καί ὤδευσε, πειθηνίως, νομοταγής, εἰς τόν θάνατον!
Φαίδρος Μπαρλάς απόσπασμα
από το διήγημα «Οι τροχονόμοι»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου