Thomas Tison |
Ανηφορήσαμε κατὰ το δάσος.
Χρειαζόμασταν ξύλα ρίζες και κορμοὺς δένδρων.
Την άλλη μέρα, θα καίγαμε το νεκρὸ σώμα του Πάτροκλου
κι όσων φίλων χάθηκαν στην πεδιάδα
και φυσικὰ θα ξαναρχίζαμε τη μάχη.
Ανεβαίναμε κι ο αχός μας
ψήλωνε μέχρι τις λυγερὲς κορφὲς
και τραγουδούσε παράφορα.
Τότε βλέπαμε μακρινὴ την πρωτινὴ ζωή μας σαν ξένη.
Κ’ έτσι γίναν τα πράγματα:
Πρώτος ο Μηριόνης, σε μια στιγμὴ ανεμισμένου κέδρου,
άλλαξε δρόμο και τόβαλε στα πόδια·
κάποιος δεύτερος έπεσε χτύπησε και δεν ξανασηκώθηκε,
μερικοὶ πάλι πιάσαν κουβέντα με το φύλακα του δάσους
που απ’ το βάθος του ανέμου τόνιζε τ’ αυστηρά του «απαγορεύεται»,
ξεχαστήκαν εκεί·
άλλοι ξαπλώσαν στους πελώριους ήσκιους
φωνάζοντας πως δε θέλουν να ξαναγυρίσουν…
Θα γυρίσουμε, όσοι γυρίσουμε,
μ’ αδειανὰ τα χέρια.
Ω, αν τα μάθῃ αυτὰ ο Αχιλλέας!
Τάκης Παυλοστάθης, Ποιήματα & Πεζὰ 1964-1999, εκδ. Νεφέλη, Ἀθ. 2006
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου