Gilbert Garcin, Flashback, 2001 |
Δεν έχει τίποτα να μου δώσει πλέον η ζωή.
Όσα μου έδωσε,
γυρίζει ένα-ένα και τα ξαναπαίρνει.
Ήταν, μου λέει, δανεικά.
Χρίστος Λάσκαρης, περ.
Οροπέδιο, τχ. 20
Romualdas Požerskis |
Μια μέρα, που ευρέθηκα σε κάποιο ακρογιάλι
κι ανέπνεα της θάλασσας το μυρωμέν’ αγέρι,
βλέπω μια νηά, σα μάγισσα, μπροστά μου να προβάλη,
και να βαστά ένα γέροντα εις το δεξί της χέρι.
Ηταν νεράιδ’ αληθινή η κόρ’ η μαυρομμάτα,
κ’ έκαναν νηό το γέροντα τα δροσερά της νειάτα.
Την είδα και μου πάγωσε στις φλεβες μου το αίμα,
όταν ο γέρος μια ματιά αγριωπή μου δίνει!
Δεν ξέρω τι εσήμαινε εκείνο του το βλέμμα,
όμως εγώ τη μάγισσα κοιττάζοντας εκείνη,
είπα πως εύκολα κανείς τα νειάτα του χαρίζει
αχ! όταν τα γεράματα σε τέτοια νηά στηρίζει.
Δημήτρης Ι. Κόκκος, Γέλωτες, Αθήνα 1880,
Jean Marie Huron |
Καλοκαιριάτικο χώμα το πρόσωπο.
Το στήθος χλοϊσμένη
ακροποταμιά.
Ρόδινο κρύσταλλο ένα γύρο
το σούρουπο…
Έλυσες τα μαλλιά σου
και χλιμιντρίσαν τ' άλογα…
Αγγίζω τη ζώνη σου
κι ο πυρωμένος άνεμος
περνάει μέσα απ’ τα δέντρα…
Το φόρεμά σου πεταμένο στα καλάμια.
Οι μασχάλες σου κούπες με δυνατό κρασί.
Με μόνη την αρματωσιά της γης μου
κρατώ στα χέρια μου τη χωματένια γύμνια σου.
Αύγουστος σερνικός και διψασμένος
σε προσεγγίζω μέσα στο ξερό θυμάρι.
Κώστας Κουλουφάκος
(Ανθ.
Η.&Ρ. Αποστολίδη)
Shelbie Dimond |
Ζουλεύω εκείνο το χωριό,
στον κάμπο κάτου,
με τ’ αψηλό καμπαναριό,
την εκκλησιά του,
που ’χει την Παναγιά χρυσή
κι ασημωμένη,
και να την ασπαστεί η Ρηνιώ
συχνοπαγαίνει.
Ζουλεύω εκείνο το χωριό,
στον κάμπο κάτου,
με τα χωράφια τα βαθιά,
με τα δεντρά του,
που φορτωμένα τις ελιές
τη γης φιλούνε
και σαν τα μάτια της Ρηνιώς
μαυρολογούνε.
Ζουλεύω εκείνο το χωριό,
στον κάμπο κάτου,
π’ ανθίζουν και μοσκοβολούν
τα κλήματά του,
που ’χει σταφύλι ροδινό
το κάθε αμπέλι,
σαν τα χειλάκια της Ρηνιώς
που στάζουν μέλι.
Ζουλεύω εκείνο το χωριό,
στον κάμπο κάτου,
με τις καθάριες του πηγές,
τα ρέματά του.
Ζωή σκορπούνε τα νερά!..
Ρηνιώ, να ζήσεις,
με λίγη αγάπη έλα κι εσύ
να μ’ αναστήσεις.
Αλέξανδρος Πάλλης, Ταμπουράς
και κόπανος, 1907
Miroslav Hak |
Σ' έγνοιες μικρές – λυπητερές και θλιβερές –
γύριζε το μυαλό·
πότε συννέφιασε
δεν πρόλαβε κανείς να το προσέξη.
Και να που ξέσπασε άξαφνη η βροχή...
Ευώδιασεν ο τόπος!..
Οι ψιχάλες,
απ' το παράθυρο που βρέθηκε ανοιχτό,
ράντισαν το δωμάτιο·
βιαστικά,
χειρόγραφα, βιβλία αποτραβήξαμε...
Βγήκαμε στο μπαλκόνι ν' ανασάνουμε
την δροσισμένη ατμόσφαιρα...
Το φύλλο
στη γλάστρα γιάλιζε· κι ο ήλιος πότε-πότε
ξεπρόβαινε απ' τα σύννεφα, τις στάλες
χρυσίζοντας στο κάγκελο –
χωρίς
να σταματήση κ' η γοργή βροχή να πέφτη...
–––
Ήτανε μια βροχή – και τίποτ' άλλο·
μια ξαφνική, καλοκαιριάτικη βροχή...
Κι όμως, καθώς στεκόμαστε όρθιοι στο μπαλκόνι,
κι αυτή μας άγγιζε το πρόσωπο, τα χέρια,
οι θλιβερές εκείνες έγνοιες δεν υπήρχαν.
Φαίδρος Μπαρλάς, Άπαντα,
εκδ. Τα Νέα Ελληνικά
Josef Koudelka, Grenada 1971 |
Απόψε
Όλη τη νύχτα τα σκυλιά λεπτό δεν κρατήθηκαν.
Σαν ν’ άκουγα τη μάνα να μιλάει με κάποιον.
«Τί θες εδώ;» σαν να τού ‘λεγε. «Πώς ήρθες;»
Σαν να ΄κλαιγε.
Σαν ν’ άκουγα, βαθιά βαθιά, το κλάμα του.
Ξύπνησα και κατάλαβα πως είχα ονειρευτεί
ζωντανό τον πατέρα μου.
Πράγματι.
Στη ρίζα της πορτοκαλιάς βρήκα το αποτύπωμα
των παπουτσιών του,
κι ως την αυλόπορτα φλούδες από το πορτοκάλι
που πρέπει να καθάριζε φεύγοντας.
Γιώργος Χ. Θεοχάρης, Από μνήμης, εκδ. Μελάνι
Κατερίνα Παττακού |
Ξερή καλοκαιριάτικη γης. Και μόνο εκεί
που εσύ κοιμόσουν, άλλαζε. Θα νόμιζε κανείς
πως σ’ είχε μόλις η άνοιξη γεννήσει.
Πως ήσουν το πιο φρέσκο φως της γης και το πιο νέο.
Το πεύκο τυφλωμένο από τον ήλιο
έγερνε κάτω και καθώς κοιμόσουνα καθρέφτιζε
τις φυλλωσιές του μέσα στην παλάμη σου.
Νικηφόρος Βρεττάκος, Τα ποιήματα, εκδ. Τρία Φύλλα
Κοσμάς Κουμιανός, Σαρακήνικο, Μήλος |
Το φως είναι μαύρο, καμένο απ’ τη ζέστη σαν ανθρώπινο σώμα.
Πόδια γυμνά, δυνατά, βαμμένα απ’ τη θάλασσα ή το μούστο.
Στήθια κρουστά, σφιγμένα στις παλάμες του ήλιου. Ο αγωγιάτης,
ο αμπελουργός, ο βαρκάρης, οι τρεις του θυγατέρες
κρέμονται πάνω από βαθιά, χρυσά πηγάδια. Πάνω στ’ αλώνια
λιχνίζουνε μεγάλα στάχυα. Μες στα μάτια των παιδιών
χώνονται τ’ άχυρα. Τρέχουν. Τ’ αμπέλια είναι απέραντα
σαν τη δόξα ή την άγνοια. Λίγο να κάνεις να σκύψεις
θα βουλιάξεις ακέριος στο γαλάζιο. Τα παράθυρα πνίγηκαν κιόλας
μέσα στο χώμα. Και τούτα τα κόκκινα λουλούδια του κήπου
είναι από κείνα τα πανάρχαια αγάλματα, πλαγιασμένα, σε στύση.
Γιάννης Ρίτσος,
Ποιήματα, εκδ. Κέδρος