Τρίτη 4 Αυγούστου 2020

Γαύδος... Μέμη Αναστασοπούλου

Στέλιος Κλεάνθους


Κάθε πρωί,την ίδια ώρα,
τραβούσε τις πράσινες κουρτίνες,
άνοιγε τα ξύλινα παράθυρα που έτριζαν,..
ακουμπούσε τα χέρια του στο περβάζι,
έστριβε τσιγάρο κι έκανε δαχτυλίδια…
Περίμενα υπομονετικά να κάνει την επόμενη κίνηση
πριν κάνω εγώ τη δική μου.
Συνήθιζε να κατεβαίνει στη θάλασσα πολύ πρωί,
την ώρα που γύριζαν τα καΐκια με τα δίχτυα βαριά…
Τον ακολούθησα.
Κοίταξε πίσω του. Μου φάνηκε πως χαμογέλασε,
πως μου έγνεψε· μου φάνηκε.
Με προκαλούσε, το ένιωθα…

Λαχταρούσα τη θάλασσα.
Εκείνος άφησε το ρούχο του να κυλήσει στην άμμο.
Άκουσα το βογγητό της θάλασσας
καθώς έμπαινε μέσα της – 
«να ‘μουν θάλασσα!», σκέφτηκα.

Περπάτησα κατά μήκος της αμμουδιάς,
ξυπόλητη.
Μάζευα κοχύλια και μικρά λευκά βότσαλα.
Γονάτισα στο κύμα που έσκαγε,έφτιαξα ένα πανί…
Μια σκιά μαύρισε το πανάκι μου.
Ένιωσα έντονα την ανάσα του πάνω στο δέρμα μου…

Μου χάρισε χυμούς: σταφύλι του Αυγούστου και αλάτι.
Ήπια -με απληστία- γεύτηκα
και την τελευταία σταγόνα
ξεδίψασα.
Ο ήλιος μόλις που ανέβαινε.
Με πήρε εκεί, γονατιστή στα τέσσερα,
χωρίς ήχους: βουβά
μονάχα παφλασμοί.

Σηκωθήκαμε
τόλμησα για λίγο να τον κοιτάξω στα μάτια,
όσο κρατάει μια ρουφηξιά απ’ το τσιγάρο.
Εκείνος βούτηξε ξανά.
Δεν έμαθα ποτέ τ’ όνομά του
μόνο του φώναξα: «Μαρία!».

Το ίδιο βράδυ,
στο μετόχι της «Ευτυχίας», όταν τα κεριά τρεμόπαιζαν,
εκείνος χάιδευε έναν άγγελο ξανθό·
κι εγώ τον σκύλο μου.
Μέμη Αναστασοπούλου
https://exitirion.wordpress.com/




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου