Bärbel |
ΗΤΑΝ ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ ὅταν χάθηκε πρώτη
φορά. Τέλη Δεκέμβρη, ξημερώματα καὶ χιόνιζε. Καὶ ποῦ νὰ ἔψαχνα μὲς στὴν ἀπέραντη τὴν πόλη νὰ τὸν βρῶ; Ἀφέθηκα στὸ ἔνστικτό μου καὶ τὰ βήματα μὲ ὁδήγησαν στὸ παλιὸ πατρικὸ σπίτι, ὅπου τὸν βρῆκα νὰ κοιτάζει γύρω σαστισμένος.
Πῶς εἶχε διανύσει τόση ἀπόσταση γυμνὸς σχεδὸν καὶ μὲ τὰ πόδια; Τὸν μάλωσα, θυμᾶμαι, τὸν μικρό μου τὸν πατέρα καὶ μὲ κοιτοῦσε φοβισμένος σὰν ἄτακτο παιδί.
Στὸ Τμῆμα μοῦ συνέστησαν νὰ γράψω ὅλα τὰ στοιχεῖα του καὶ τὸ τηλέφωνό μου σ’ ἕνα πανὶ μὲ μαρκαδόρο καὶ νὰ τὸ ράψω στὴν ἐσωτερικὴ τσέπη τοῦ σακακιοῦ του. Γιατί ὅμως νὰ μὴν γέμιζα τὴν τσέπη του μὲ πετραδάκια νὰ βρίσκει μόνος του τὸν δρόμο ὁ Κοντορεβιθούλης μου;
Αὐτὰ σκεφτόμουν καὶ δὲν ξέρω πόση ὥρα ἔκανα γιὰ νὰ περάσω στὴν βελόνα τὴν κλωστή.
Μὰ τώρα ἔχουν περάσει ὅλα αὐτά. Ἐξ ἄλλου ὁ πατέρας μου βρῆκε τελικὰ τὸν δρόμο του.
Ἀγγελικὴ
Σιδηρᾶ, Silver alert
https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου