|
Edouard Boubat, Paris, 1946 |
Κλείσε τα παράθυρα μη βλέπουν οι
γειτόνοι,
και την πόρτα σφάλισε και σβήσε το
κερί.
Η αγκαλιά μου πύρωσε σαν το κερί και
λιώνει,
για σφιχταγκαλιάσματα κι όλο καρτερεί.
Κλείσε μη μας βλέπουνε λοξά οι ματιές
του κόσμου,
δώσ’ μου το χειλάκι σου, πούναι απαλό,
νωπό.
Έχω κάτι ολόγλυκο για σένα απόψε, φως
μου,
έχω κάτι ολόγλυκο σα μέλι να σου πω.
Έλα πέσε απάνω μου και μην κοιτάς με
τρόμο.
Το κερί μας έσβησε, δεν μας θωρεί
κανείς.
Ξέχασε πως βρίσκονται κι άλλες ψυχές
στο δρόμο,
κι άσε να κυλήσουμε σε πέλαγα ηδονής.
Έλα, ως τα μεσάνυχτα θα σε φιλώ στο
στόμα,
έλα, κι είναι οι πόθοι μου τρελοί,
τόσο τρελοί,
που το γλυκοχάραμα θα μας προλάβει
ακόμα
στο πρώτο μας αγκάλιασμα, στο πρώτο
μας φιλί.
Κι όταν σε ρωτήσουνε τη χαραυγή οι
γειτόνοι,
για ποιο λόγο σφάλισες, αχ! πες τους,
να χαρείς,
πες τους πως στην κάμαρα φοβάσαι άμα
νυχτώνει,
κι έπεσες και πλάγιασες νωρίς, τ’
ακούς; Νωρίς
Ναπολέων Λαπαθιώτης