Ηλίας Φέρτης |
ΟΤΑΝ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ...
Από την πρώτη γερμανική κατοχή μέχρι το 2014
Του Δημοσθένη Κούκουνα
Β’ Μέρος
Διαχρονικές συμπεριφορές
Δυστυχώς στα διάφορα επίπεδα της
δημόσιας ζωής σημειώθηκαν εκείνη την εποχή παραφωνίες σε σχέση με το κοινό
αίσθημα. Όταν γίνονται αναφορές και συσχετισμοί συγκεκριμένων προσώπων και
συγκεκριμένων συμπεριφορών, με αναγωγή στην κατοχική περίοδο 1941-44, συχνά
ακούγεται και ένας επιεικής λόγος για κάθε υπόλογο ή ένοχο. Μερικές φορές όμως
η «συνωμοσιολογία»
είναι κατώτερη της πραγματικότητας και εγκυμονεί ο κίνδυνος της γενικής
απαξίωσης.
Πόσοι είναι εκείνοι που υπηρέτησαν εθελοντικά
τους κατακτητές, ενώ εγκαίρως μεταστράφηκαν και μεταπήδησαν σε πολιτικούς
χώρους, ιδίως σε χώρους «της μόδας», όπως ήταν η Αριστερά στο τέλος της
Κατοχής;
Πόσες χιλιάδες Έλληνες μετανάστευσαν στο Ράιχ με
τη θέλησή τους;
Πόσοι κερδοσκόπησαν ως προμηθευτές των
κατακτητών ή επιδόθηκαν σε μαυραγορίτικες δουλειές;
Ποτέ δεν θα δοθεί μια σαφής απάντηση,
διότι αυτά όλα είναι φαινόμενο της μικρής ιστορίας, της λεπτομέρειας. Με την
ίδια ακριβώς λογική, δεν θα δικαιωθούν ποτέ όσοι προτίμησαν να πεινάσουν και να
υποφέρουν για να μην προστρέξουν στον κατακτητή και επωφεληθούν
απ’ αυτόν.
Στην Κατοχή η τάξη των πολιτικών
μηχανικών και εργοληπτών υπήρξε διχασμένη. Υπήρχαν
πολλοί που αναζητούσαν μια καλή ευκαιρία για να αποκομίσουν οφέλη από την
εκτέλεση τεχνικών έργων που απαιτούσε ο κατακτητής για να θωρακίσει τη
στρατιωτική άμυνά του, αλλά υπήρχαν και
άλλοι που συνειδητά αρνήθηκαν. Οι μεν πρώτοι θησαύρισαν, οι δε δεύτεροι απλώς
πείνασαν.
Κάτι ανάλογο έγινε και με τους
δημοσιογράφους εκείνης της εποχής. Κάποιοι προτίμησαν να εργασθούν ως «παπαγαλάκια» και κάποιοι άλλοι επέλεξαν την έντιμη
πενία, κατεβάζοντας την πέννα τους. Τη θλιβερή ιστορία του Συγκροτήματος
Λαμπράκη, που συνειδητά συνεταιρίστηκε με τη βερολινέζικη εταιρία
«Mundus» (που ανήκε κατά 50% στο
γερμανικό υπουργείο Προπαγάνδας του Γκαίμπελς και κατά 50% στο υπουργείο Εξωτερικών
του Ρίμπεντροπ), δεν την ακολούθησαν όλοι οι άλλοι εκδότες, κάποιοι εκ των
οποίων πήραν την ηρωική απόφαση να διακόψουν την έκδοση των εφημερίδων τους.
Την ακολούθησε όμως ο Όθων Πικραμμένος (ο πατέρας του υπηρεσιακού πρωθυπουργού που
διεξήγαγε τις τελευταίες εκλογές), την ακολούθησε ο μέγας τότε χαρτέμπορος Πετσόπουλος, την ακολούθησαν οι κορυφαίοι
βιβλιοπώλες Ελευθερουδάκης και Κάουφμαν. Και αρκετοί άλλοι και άλλοι. Στο ίδιο
πνεύμα προπαγάνδισαν τη συνεργασία με τον κατακτητή, με τον ένα ή τον άλλο
τρόπο, επώνυμοι εκφραστές της κοινής γνώμης, όπως ο Σπύρος Μελάς, ο Παύλος
Παλαιολόγος, ο Αλέκος Σακελλάριος κ.ά.
Το ίδιο συνέβη και στη μουσική, στις
τέχνες, ακόμη και στη γλυπτική, όταν ένας νεαρός τότε καλλιτέχνης φιλοτέχνησε
την προτομή του …Χίτλερ!
Το κυνήγι του χρυσού
Η αναζήτηση του πλούτου δεν ήταν
απαραιτήτως το άπαν για τους συνεργάτες του κατακτητή, είτε με κουκούλες είτε
χωρίς. Κάποιοι αποσκοπούσαν στην ικανοποίηση φιλοδοξιών, στην κατάληψη θέσεων
και αξιωμάτων. Αλλά το χρυσάφι ήταν οπωσδήποτε το επίκεντρο – απαρασάλευτος
κανόνας, απλώς με εξαιρέσεις.
Ακόμα και στον χώρο της εκκλησίας
παρατηρήθηκαν τέτοια φαινόμενα. Το σκάνδαλο του
Βατοπεδίου, που στα τελευταία χρόνια συγκλόνισε τη χώρα, έχει προϊστορία από τα
χρόνια της Κατοχής – και ακόμη πιο πίσω. Χαριστικές ρυθμίσεις υπέρ της
Μονής Βατοπεδίου είδαν το φως στο ΦΕΚ των κατοχικών κυβερνήσεων, ενώ τα ακίνητά
της στη Θεσσαλονίκη, όπως και άλλων μοναστηριών του Αγίου Όρους, αξιοποιήθηκαν
διαρκούσης της Κατοχής. Η αθωνική πολιτεία έχει ένα επιλήψιμο παρελθόν στα
χρόνια εκείνα.
Όταν εισέβαλαν οι Γερμανοί τον Απρίλιο
του 1941, το γερμανικό υπουργείο Πολιτισμού του Άλφρεντ
Ρόζενμπεργκ είχε οργανώσει μια ιδιαίτερη και απόρρητη αποστολή. Επιφανειακά
επιζητούσε να καταγράψει την πολιτιστική κληρονομιά της Ορθοδοξίας που
περικλειόταν στο Άγιον Όρος. Μια πολυάριθμη αποστολή υπό έναν διαπρεπή Γερμανό
βυζαντινόλογο, τον καθηγητή Νταίλγκερ (ο οποίος μάλιστα εξελέγη ξένος εταίρος της Ακαδημίας
Αθηνών), και με τη συνεργασία δύο Ελλήνων, του μετέπειτα καθηγητή
Θεολογίας Μάρκου Σιώτη και του πρώτου
Έλληνα ιδρυτή ραδιοφωνικού σταθμού Τσιγγιρίδη,
ασχολήθηκε με τους πνευματικούς θησαυρούς του Αγίου Όρους. Ό,τι περίπου έκανε
πολλές δεκαετίες αργότερα το Ίδρυμα Λαμπράκη
(με …διοικητή του Αγίου Όρους τον Σταύρο Ψυχάρη). Μόνο που τότε οι Γερμανοί
αναζητούσαν κάτι πολύ περισσότερο: Το μυθικό Άγιο Δισκοπότηρο! Οι αποκρυφιστές
της χιτλερικής Γερμανίας θεωρούσαν ότι αν το εντόπιζαν, όπως και τη λόγχη του
Λογγίνου, θα κυριαρχούσαν στον δυτικό κόσμο.
Αλλά δεν συνέβησαν μόνον αυτά στο Άγιον
Όρος. Πολλοί αγιορείτες μοναχοί, ελάχιστοι όμως
ελληνικής καταγωγής, κατά διάφορους τρόπους συνεργάστηκαν με τους
κατακτητές. Μεταπολεμικά κάποιοι εξ αυτών καταδικάστηκαν για δοσιλογισμό, ενώ
κάποιοι άλλοι φυγαδεύτηκαν από τους …Βρετανούς. Ο φημισμένος Άγιος Σωφρόνιος
δεν θα είχε αναδειχθεί, αν μεταπολεμικά δεν του παρεχόταν κατάλληλο άσυλο πρώτα
στη Γαλλία και έπειτα στην Αγγλία, ύστερα από ενέργειες του δαιμόνιου ρασοφόρου
Ντέιβιντ Μπάλφουρ, του γνωστού μας
εφημερίου στο εκκλησάκι του νοσοκομείου «Ευαγγελισμός». Αποσχηματισμένος πλέον
ο Μπάλφουρ και υπηρετώντας ως γραμματέας της βρετανικής πρεσβείας στην Αθήνα,
αμέσως μετά την Απελευθέρωση, ενήργησε κατάλληλα για την αεροπορική απομάκρυνση
του αγιορείτη Σωφρονίου (Σαχάρωφ) έξω από την Ελλάδα. Κάτι ανάλογο συνέβη και
με άλλους αγιορείτες μοναχούς, που ήδη είχαν καταδικασθεί ως δοσίλογοι από την
ελληνική δικαιοσύνη.
Ο αέναος δοσιλογισμός
Σε όσους θα είχαν γερά νεύρα για να
εμβαθύνουν στο φαινόμενο του δοσιλογισμού της περιόδου 1941-44, θα συνιστούσα
να φανούν επιεικείς στους ελάχιστους ιδεολόγους που μπορεί και να τυφλώθηκαν,
παραγνωρίζοντας το εθνικό συμφέρον εις όφελος μιας όψιμης συνεργασίας με τον
κατακτητή. Και τότε, όπως και σήμερα που
συναντούμε στην καθημερινή ζωή μας κάποιους ελάχιστους φανατικούς μνημονιακούς
που με παραδειγματική ευκολία κακίζουν τη δήθεν στρεβλή νοοτροπία των
συμπατριωτών μας ως απόρροια της εν γένει κακοδαιμονίας μας, υπήρχαν σποραδικές
και πάντως σπανιότατες φωνές υμνητών του κατακτητή, που «ήρθε να μας βάλει σε τάξη»!
Χωριστά από τις προπολεμικές φασιστικές
κινήσεις που εμφανίστηκαν, με την έναρξη της Κατοχής είχαμε τη δραστηριοποίηση
κάποιων συγκεκριμένων. Οι κυριότερες ήταν τρεις: η ΕΣΠΟ,
το Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα και τα ΕΕΕ.
Η πρώτη, της οποίας ο ακριβής τίτλος
ήταν «Ελληνική Σοσιαλιστική Πατριωτική Οργάνωση»,
δημιουργήθηκε τις πρώτες μέρες που έφτασαν οι Γερμανοί στην Αθήνα. Ιδρυτές της
ήταν δύο γιατροί, ο Γεώργιος Βλαβιανός και
ο Γεράσιμος Πατρονικόλας (σύζυγος της αδελφής του Ωνάση και πατέρας
της Μαριλένας) και μερικοί άλλοι γερμανόφιλοι. Στην οργάνωση έλαβαν μέρος
αρκετοί άλλοι με παρόμοιες αντιλήψεις, μεταξύ των οποίων και ο αντισιωνιστής
συγγραφέας Αριστείδης Ανδρόνικος, επίσης
γιατρός, ενώ το 1948 μια παράδοξη απόφαση του Αρείου Πάγου την χαρακτηρίζει ως
«πατριωτική» οργάνωση.
Συμμετείχαν επίσης κάποιοι άλλοι επιστήμονες, επαγγελματίες, δημοσιογράφοι,
ακόμα και λογοτέχνες.
Λιγότερο εύρος είχε το
Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος υπό τον Γεώργιο
Μερκούρη, ο οποίος το είχε ιδρύσει μερικά χρόνια πριν από τον πόλεμο,
αλλά το είχε απαγορεύσει η δικτατορία Μεταξά. Το επανίδρυσε μαζί με κάποιους
άλλους παράγοντες, μεταξύ των οποίων και ο άλλοτε βουλευτής του ΚΚΕ Μιχ. Τυρίμος, μόλις μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα
και ο ίδιος, αφού απέτυχε να γίνει από τον Τσολάκογλου υπουργός του, αρκέστηκε να αναλάβει τη διοίκηση της Εθνικής
Τράπεζας. Κόρη του αδελφού του ήταν η ηθοποιός και υπουργός Πολιτισμού του ΠΑΣΟΚ Μελίνα Μερκούρη, της οποίας η πολιτεία
επί Κατοχής είναι άλλο ζήτημα. Το βέβαιο είναι ότι τουλάχιστον σε μια περίπτωση
(κατά τη γραπτή μαρτυρία επώνυμου
προσώπου), συναγελαζόμενη στα μπαρ με Γερμανούς αξιωματικούς και ελεεινούς
μαυραγορίτες, «κάρφωσε» νεαρούς αντιστασιακούς
με την προτροπή: «Πιάστε τους!»
Τέλος, μια άλλη πολιτική οργάνωση που
συνεργάστηκε με τους Γερμανούς ήταν τα ΕΕΕ. Η προϊστορία της ανάγεται στα τέλη
της δεκαετίας 1920, όταν με έδρα τη Θεσσαλονίκη έδρασε ως φιλοφασιστική κίνηση
με έντονες αντισημιτικές θέσεις, αφού στη δράση της άλλωστε αποδίδεται ο
εμπρησμός του εβραϊκού συνοικισμού Κάμπελ. Την αποτελούσαν τότε κυρίως γηγενείς
Μακεδόνες βενιζελικής προέλευσης και σε
κάποιες περιόδους τελούσε υπό τον έλεγχο γνωστών πολιτικών προσώπων, όπως ο Μίκης Μελάς, ο Φίλιππος
Δραγούμης, ο Στυλιανός Γονατάς ή ο
στρατηγός Θεόδωρος Μανέττας. Κατά την
Κατοχή επανιδρύθηκε και την αρχηγία της ανέλαβε ο δικηγόρος Κων. Γούλας, που μετέφερε την έδρα της στην Αθήνα.
Στην τελευταία κατοχική χρονιά (1944) προσπάθησε να συγκεντρώσει όλους τους
γερμανόφιλους και είχε ως δημοσιογραφικό όργανο την εφημερίδα «Ακρόπολις», φυσικά
χωρίς απήχηση. Τελικά, όταν άρχισε η αποχώρηση των Γερμανών, τα κυριότερα
στελέχη της κατέφυγαν στη Βιέννη, όπου από αυτοεξόριστους Έλληνες χιτλερικούς
σχηματίστηκε η κυβέρνηση Τσιρονίκου.
Στη Βιέννη βρέθηκαν τότε περί τις 2.000
αυτοεξόριστοι ελληνικής υπηκοότητας, καθώς και 700 ένστολοι που αποτελούσαν τη
στρατιωτική μονάδα του συνταγματάρχη Γεωργ.
Πούλου. Κάποιοι απ’ αυτούς θα επανακάμψουν στην Ελλάδα μετά την κατάρρευση
του Τρίτου Ράιχ και ελάχιστοι θα αντιμετωπίσουν
τη δικαιοσύνη, ενώ ορισμένοι θα καταλάβουν
θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, ακόμα και ως πανεπιστημιακοί καθηγητές.
Η δίωξη των πολιτικών δοσιλόγων στη
μεταπελευθερωτική Ελλάδα υπήρξε υποτονική, αν και έγιναν ακόμα και θανατικές
εκτελέσεις. Το γεγονός ότι η χώρα βρέθηκε σε εμφυλιοπολεμικό κλίμα άμβλυνε τα
αντανακλαστικά της κοινωνίας. Εκεί όμως που σταδιακά εκμηδενίστηκαν οι όποιες
επιπτώσεις από τη συνεργασία με τον κατακτητή ήταν στο θέμα των οικονομικών
δοσιλόγων. Αυτό σήμαινε ότι όσοι απέκτησαν
θησαυρούς στη διάρκεια μιας ξενικής κατοχής, μπορούσαν τώρα να τους γεύονται
ελεύθερα, αν εξαιρέσουμε μια φορολογία που επιβλήθηκε στους «παρανόμως πλουτίσαντες». Με βάση περιουσίες, που με τέτοιο τρόπο αποκτήθηκαν,
ανδρώθηκαν μεγάλες επιχειρήσεις και οικονομικά συγκροτήματα που διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό
ρόλο στη μεταπολεμική Ελλάδα, εκ των πραγμάτων διαγράφοντας κάθε στιγματική
αναφορά από το ένοχο παρελθόν. Και ως ευνόητη προέκταση, οικονομικώς
πανίσχυρα τέτοια πρόσωπα (ή οι κληρονόμοι
τους) βρέθηκαν στο επίκεντρο των εξελίξεων, άσκησαν παντοειδή επιρροή,
έγιναν …ευεργέτες ή φιλοδόξησαν να έχουν ρόλο στην πολιτική.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου