Θεόδωρος Στάμος, εις μνήμην 1955..
Διορθώσεις
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2025, τεῦχος 47
Ἀγαθῆς ζωῆς ἀριθμὸς ἡμερῶν,
καὶ ἀγαθὸν ὄνομα εἰς τὸν αἰῶνα διαμενεῖ.
Παλαιὰ
Διαθήκη, Σοφία Σειρὰχ
ΜΑ΄ 13
Κωνσταντίνος Μ. Μάστρακας,
Αλφαβητικά Ενθυμήματα, Αθήνα 2024, Διορθώσεις,
σελ.44
Εἰς τὸν παπα-Σκιαδᾶ
Εὐλογημένε
μου παπα-Σκιαδᾶ,
σὲ
βλέπω καὶ ὥς τώρα, στὰ γεράματα,
μὲ τὴν παλιά σου εὐλάβεια μπροστά,
πιστόνε πάντα στ’ ἅγια προστάμματα,
νὰ
βγαίνῃς
κούτσι-κούτσι, ξεσυρτά,
χωρίς νὰ σὲ πειράζουν τὰ σκοντάμματα,
ν’ ἁγιάζῃς σὰν καὶ πρῶτα ταχτικὰ
τῆς
χριστιανῆς τὴν πόρτα καὶ τὰ πράμματα!
Καὶ μοῦ τονίζει, ὡς κ’ ἐμέ, τὴ λύρα
ἡ ἀμάραντή σου, δέσποτα, ἁγιαστήρα!
Μικέλης Ἄβλιχος
Ἡρακλῆς & Ρένος Ἀποστολίδης, Ἀνθολογία, Τὰ Νέα Ἑλληνικά, Ἀθήνα 1970-72, 10η ἔκδοση corpus, σελ. 3.
Ὁ Ἐξαίρετος ἐξαιρεῖται!..
Τὸν Ἰούνιο τοῦ 1958 λοιπόν, ἐτελειώσαμε, /ἐξέτασιν ἐδώσαμε, ὅπως ἔλεγε τὸ σύντομο τραγουδάκι, ποὺ ψάλαμε σὲ κάθε τέλος τῆς σχολικῆς χρονιᾶς, στὸ Δημοτικό, τῆς «Σχολῆς Μιχαὴλ Ἡλιάδου Ὁ Πλάτων», στὴν ὁδὸ Ἀλεξανδρείας 2, στὸν Κολωνό! Θὰ πηγαίναμε πιὰ στὸ Γυμνάσιο! Καὶ ποιό Γυμνάσιο!: Ὄχι, βέβαια, στὸ ὑποβαθμισμένο 9ο τῆς πλατείας Κουμουνδούρου (μέναμε στὸ Μεταξουργεῖο, ὁδὸς Κολωνοῦ 68) ἀλλὰ στὸ Βαρβάκειο, κοντὰ στὴν Κάννινγκος! Ἦταν ὅμως πρότυπο καὶ χρειάζονταν εἰσαγωγικὲς ἐξετάσεις. Οἱ εἰσακτέοι ἦσαν 120. Ἔδωσαν 600 παιδιὰ καὶ ἦρθα 124ος! Ὅταν οἱ γονεῖς μου πῆγαν ἀμέσως νὰ πάρουν ἀποδεικτικὸ γιὰ νὰ μὲ γράψουν σ’ ἄλλο Γυμνάσιο οἱ καθηγητὲς τοὺς ἀπέτρεψαν. Ἐλᾶτε στὸ τέλος τῆς προθεσμίας. Κάθε χρόνο
πολλοὶ γονεῖς μετατίθενται σ’ ἄλλες πόλεις κι ἀναγκαστικά παίρνουν ἀποδεικτικὰ μεταγραφῆς γιὰ τὰ παιδιά τους. Συμπληρώνουμε τὶς θέσεις ἀπ’ τοὺς ἐπιλαχόντες. Συχνὰ δέκα, δεκαπέντε! Ἐκείνη, ὅμως, τὴ χρονιὰ δὲν μετετέθη κανείς! Ἑπόμενη ἐπιλογή: Τὸ Β΄ Γυμνάσιο Ἀρρένων Ἀθηνῶν στὴν Ἀχαρνῶν καὶ Χέυδεν. Μὲ τὸν Πᾶνο Πάτρα κατ’ ἐξαίρεση Γυμνασιάρχη, γιατ’ ἦταν Θεολόγος
κι ὄχι Φιλόλογος ἢ Μαθηματικός.
Ἄφησε ἐποχὴ γιὰ τὴν αὐστηρότητά του! Κι ὅμως δέν ἦταν αὐστηρὸς μὲ τὴν τρέχουσα ἔννοια. Ὑπῆρξε στοργικώτατος γιὰ ὅλους καὶ κυρίως γιὰ τοὺς μαθητές, εὑρηματικὸς στὴ συμπεριφορά του, ἐμπνευστικὸς γιὰ τοὺς καθηγητές του, ἤρεμος πάντα καὶ ἄμεσα ἀποφασιστικός.
Περπατῶντας σὲ δρόμο κοντὰ στὸ σχολεῖο ἀντελήφθη μαθητὴ νὰ καπνίζῃ. Τὴν ἑπομένη, μετὰ τὴν προσευχή, στὴ σκάλα μπροστὰ στὴν αὐλή, καὶ παρουσία ὅλων τῶν καθηγητῶν, τὸν κάλεσε ν’ ἀνέβη, ὥστε νὰ εἶναι ὁρατὸς ἀπ’ ὅλους καὶ εἶπε: Χθὲς τὸ ἀπόγευμα διερχόμενος τὴν ὁδό, εἶδα ὅτι ὁ συμμαθητής σας κάπνιζε. Γι’ αὐτὸ τοῦ προσφέρω τώρα τσιγάρο καὶ φωτιά, νὰ καπνίσῃ ἐδῶ, μπροστά μας, νὰ τὸ εὐχαριστηθῇ, κι ὅλοι ἐμεῖς νὰ τὸν ἀπολαύσουμε!..
Τὸν πρόλαβα
μόλις δύο χρόνια πρὶν τὸ τέλος τῆς ὑπηρεσίας καὶ τὴν συνταξιοδότησή του, ὡστόσο ἦταν φανερὴ γιὰ χρόνια ἡ ἐπιρροή του. Θυμᾶμαι, γιὰ παράδειγμα, τὸν Μουσικὸ Ἀλέξανδρο Μποτετζάγια. Συνήθως
ἡ ὥρα αὐτοῦ τοῦ μαθήματος ἦταν ὥρα χαβαλὲ καί… καζούρας! Ἐκεῖνος ὅμως δὲν σήκωνε τέτοια! Μᾶς μάθαινε μὲ ὑπομονὴ κ’ ἐπιμονὴ ὅ,τι βασικὸ ἔπρεπε καὶ ὅταν βρῆκε εὐκαιρία ἀπὸ κάποια ἀτασθαλεία μᾶς ἐξομολογήθηκε: Ἀκούστε με: Μέχρι τὰ τριανταπέντε μου ἤμουν ἕνα σκέτο τομάρι! Ἕνας ρεμπεσκές! Ἀλλὰ κατάλαβα πὼς αὐτὴ δέν εἶναι ζωή! Συμμαζεύτηκα, συνῆλθα, ἐγκατέλειψα ὅλες αὐτὲς τὶς ἀνοησίες κι ἀσωτίες. Χαίρομαι τώρα τὴ ζωή, τὴν οἰκογένειά μου, τοὺς φίλους καὶ γνωστοὺς καὶ στέκομαι χωρὶς νὰ ντρέπωμαι τὸν ἑαυτό μου!.. Τὸν ἀγαπούσαμε ὅλοι κ’ εἶχε σχηματίσει μιὰ διαρκῶς ἀνανεούμενη ὁμάδα μπάντας καὶ τυμπανιστῶν ποὺ χάλαγε κόσμο σὲ κάθε ἐπετειακὴ μαθητικὴ παρέλαση μὲ τὴν παρουσία της καὶ τὴν εὑρηματικὴ παρεμβολὴ τῆς κρούσης τῶν ξύλων τῶν τυμπάνων μεταξύ τους, κατὰ διαστήματα.
Ἡ αὔρα τοῦ Γυμνασίου, τοῦ Γυμνασιάρχη, τῶν Καθηγητῶν καὶ τῶν μαθητῶν του, αὔρα οὐσίας πνευματικῆς διέπνεε τοὺς παρελαύνοντες, τὸν κόσμο ποὺ χειροκροτοῦσε μὲ πάθος κι ὅλους μας, ἀκόμη κι ὅταν δὲν συμμετείχαμε.
Πέρασαν χρόνια. Ἕνα βράδυ, βρέθηκα σ’ ἑστιατόριο στὴν Πεντέλη μὲ τὸν Καθηγητὴ καὶ πρώην Ὑπουργὸ Δημήτριο Τσάκωνα καὶ τὸν ἐκδότη τοῦ Κάκτου Ὀδυσσέα Χαντζόπουλο. Ἡ μιὰ κουβέντα ἔφερε τὴν ἄλλη κι ἀνακάλυψα πώς, ἐκτὸς ἀπ’ τοὺς συμμαθητές μου, τὸν ποιητή, συγγραφέα καὶ λόγιο Τάκη Παυλοστάθη, τὸν Πρόεδρο τοῦ Συλλόγου Ἀρκάδων Ἁγίου Δημητρίου Ἀττικῆς, δικηγόρο καὶ λόγιο Νῖκο Νικητόπουλο καὶ τὸν συμμαθητή, πρώην Ὑπουργὸ Ἐθνικῆς Ἄμυνας Σπήλιο Σπηλιωτόπουλο, ἕνας ἀριθμὸς σημαντικῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀναδείχθηκαν κ’ ἐπηρρέασαν τὴν Ἑλλάδα καὶ τὸν Κόσμο ἦσαν μαθητὲς τοῦ Β΄ Γυμνασίου Ἀρρένων Ἀθηνῶν, ἐπὶ τῆς Ἀχαρνῶν καὶ Χέυδεν!: Ὁ ζωγράφος Ἀλέκος Φασιανός, ὁ σκηνοθέτης Θεόδωρος Ἀγγελόπουλος, ὁ ἴδιος ὁ ἐκδότης Ὀδυσσέας Χαντζόπουλος, ὁ φιλόσοφος καὶ συγγραφέας Χρῆστος Γιανναρᾶς, ὁ στιχουργὸς πλήθους πασίγνωστων
τρα-γουδιῶν Λευτέρης Παπαδόπουλος, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀλβανίας Ἀναστάσιος (Γιαννουλάτος) κι ἄλλοι, ποὺ δέν θυμᾶμαι.
Ἐντυπωσιάστηκα!
Ὁ Ἀλέκος Φασιανὸς εἶχε ἤδη ἐκφράσει τὸν θαυμασμό του γιὰ τὸν πίνακα τῆς γυναίκας μου Φλώρας μὲ τὸν τίτλο «Ἡ νύχτα» καὶ τὴν ἐπιθυμία νὰ τὸν ἀγοράσῃ, στὸ κορνιζάδικο Λυμπεράκη, ποὺ τὸν εἴχαμε δώσει γιὰ νὰ καντρωθῇ! Τότε ὅμως εἴχαμε ἐλάχιστους πίνακες καὶ δὲν εἴχαμε καμμία διάθεση γιὰ πώληση.
Ὁ ἐπιχειρηματίας ἀδελφὸς τοῦ σκηνοθέτη Ἀγγελόπουλου ὑπῆρξε γιὰ ἕνα φεγγάρι πελάτης μου στὸ γραφεῖο καὶ θυμᾶμαι ὅτι μὲ τὸν ἴδιο τὸν ἐπιχειρηματία, (ὁ ὁποῖος ἔμοιαζε σὰ δίδυμος μὲ τὸν σκηνοθέτη) καὶ τὴν συνάδελφο, φίλη, Ἀλέκα Μαρσέλλου μεταφέραμε, σὲ νάυλον
σακκοῦλες, τὰ ἑκατομμύρια δραχμῶν σὲ χαρτονομίσματα, τοῦ τιμήματος τῆς πώλησης πλοίου στὴν Ἐλευσίνα, ἀπὸ τὸ Συμβολαιογραφεῖο σὲ ὑποκατάστημα Τράπεζας, μὲ κίνδυνο νὰ μᾶς ληστέ-ψουν μέρα μεσημέρι!
Μὲ τὸν Ὀδυσσέα Χαντζόπουλο συνεργαζόμουν χρόνια γιὰ τὰ βιβλία τοῦ Ρένου Ἀποστολίδη, ἐκδόσεις καὶ πωλήσεις.
Ἀνελλιπῶς στὴν «Καθημερινή» διάβαζα μὲ μεγάλο ἐνδιαφέρον τὶς ἐπιφυλλίδες τοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ, μὲ τὶς ὁποῖες συνήθως συμφωνοῦσα. Καὶ παρὰ ποὺ μ’ ἀρκετὲς διαφωνοῦσα, εἶχε τὴν ἐκτίμηση καὶ τὸ σεβασμό μου, καθὼς καὶ τῶν περισσοτέρων ἀπ’ ὅσους τὸν παρακολουθοῦσαν.
Γιὰ τὰ τραγούδια (τοὺς στίχους) τοῦ Λευτέρη Παπαδόπουλου δὲν χρειάζεται νὰ πῶ πὼς προσδιώρισαν τὴν καθημερινότητά μου, ὅπως πολλῶν.
Ὁ Ἀναστάσιος ὅμως, παρὰ τὴν δικαία φήμη του, ὡς πνευματικοῦ ἀνθρώπου, δέν ἔπαυε νὰ εἶναι… παπᾶς! Ἐγὼ πάλι, μολονότι παπαδάκι στὸν Ἅγιο Κωνσταντῖνο Ὀμονοίας τοῦ μακαριστοῦ Ἀρχιμανδρίτη, καὶ λίγο πρὶν τὴν κοίμησή του, Ἐπισκόπου Θεοκλήτου (κατὰ κόσμον: Ἀθανασίου Στράγκα) εἶχα σφυροκοπηθεῖ ἀπ’ τὴν ἀθεΐα καὶ τὸν ἀντικληρικαλισμὸ τοῦ Ρένου, ἐπὶ σχεδὸν σαράντα χρόνια!
Ἡ θέση μου
διατυπώνεται στὰ «Θρύψαλα» : Φυλάξτε τὶς θρησκεῖες σὰν κόρη ὀφθαλμοῦ, σὰν πολύτιμους λίθους τῆς ἀνθρωπότητας! Φυλάξτε τὸν Χριστιανισμό σὰν τὸ πιό πολύτιμο διαμάντι! (Πρωτίστως φυλάξτε τον ἀπ’ τοὺς παπάδες καὶ τοὺς Χριστιανούς)! Ἀπὸ τὴν ἐνθρόνισή του, λοιπόν, παρακολουθοῦσα κάθε
κείμενό του, ἰδίως τὰ μηνύματα ποὺ ἀπηύθυνε ἐν ὄψει ἑορτῶν Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιᾶς καὶ Πάσχα ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε ἄλλη εὐκαιρία. Ἔψαχνα νὰ ἐντοπίσω κάποια λέξη ἢ φράση ποὺ θὰ πρόδιδε, ἔστω μακρυνὴ συμβατικότητα ἢ τυποποίηση. Ἀποτύγχανα κατ’ ἐξακολούθηση, μὲ μεγάλη μου ἔκπληξη καὶ χαρά! Οἱ γιορτὲς ἦταν πάντα ἴδιες. Ὁ Ἀναστάσιος Ἀ ρ χ ι ε π ί σ κ ο π ο ς Ἀ λ β α ν ί α ς, δηλαδὴ σὲ μιὰ χώρα ξένη πρὸς τὴν Ἑλλάδα, ἂν ὄχι ἐνθοτικὰ ἐχθρική. καὶ μιὰ κοινωνία ἐπὶ πολλές δεκαετίες ἄθεη κι ἀντιθρησκευτική. Μιά, ἐλαφρὰ ἔστω, συμβατικότητα καὶ τυποποίηση, θὰ διευκόλυνε ἰδιαίτερα τὸ πολυσχιδές, πνευματικὰ καὶ πρακτικά, ἀνοικοδομητικό, τεράστιο ἔργο του. Κι ὅμως ὁ λόγος του δὲν ὑπῆρξε ποτέ καὶ πουθενά συμβατικὸς ἢ τυποποιη-μένος. Ἀντίθετα ἦταν πάντα ἀπροσδόκητος, φρέσκος,
δροσερός, οὐσιαστικός, ἐπιθυμητὸς σὰν βάλσαμο γιὰ τὸν καθένα ποὺ τὸν διάβαζε, ἀνεξάρτητα ἀπὸ ἐθνικές, θρησκευτικὲς ἢ πολιτικὲς πεποιθήσεις, πίστεις ἢ ἀθεΐες. Θὰ ἀποτολμοῦσα νά ’λεγα καὶ ἀντικληρηκαλιστικός! Μὲ τὴν ἔννοια ὅτι κατὰ τὴν λαϊκὴ ἔκφραση «χαλοῦσε τὴν πιάτσα» -τῶν παπάδων!..
Τὸ ἱεραποστολικὸ καὶ ἀρχιερατικό του ἔργο ὑπῆρξε ἀσύληπτο σὲ μέγεθος καὶ ποιόν. Εἶναι φωτισμένα ἔνθερμο καὶ ἰδιαίτερα ἀγαπητικὸ τοῦ κόσμου, ὥστε ἀπέχει παρασάγγας ἀπὸ μιὰν ἱεραποστολὴ καὶ ἀρχιερωσύνη! Ἂν δέν φοροῦσε ράσο ἴσως θά ’λεγα πὼς ναί, πέτυχε ὅσα πέτυχε κ’ εἶναι σπουδαῖος! Ἀλλὰ φοροῦσε! Γι’ αὐτὸ εἶναι πολύ, πάρα πολύ παραπάνω!
Μολονότι ἤθελα δὲν προσπάθησα νὰ προσεγγίσω τὸν προσυμμαθητή μου αὐτόν, ὅσο ζοῦσε. Εἶχα προφανῶς ἄλλες «προτεραιότητες»! Ἢ μοιάζει νὰ θεωροῦμε τοὺς ζῶντες: ἀθανάτους!
Μετανοῶ μάταια.
Γιατὶ τώρα τὸ μόνο ποὺ δύναμαι εἶναι νὰ χαράξω, γιὰ τὴν ἱερή του μνήμη, ὅτι μπρὸς σ’ ὅσα προανέφερα γιὰ τοὺς παπάδες καὶ τοὺς χριστιανούς, ποὺ περιλαμβάνονται στὰ «Θρύψαλα» καὶ στὰ «Ἀλφαβητικὰ Ἐνθυμήματα», κ’ ἐξακολουθῶ νὰ συντάσσομαι ἀκράδαντα μαζί τους, εἶμαι ὑποχρεωμένος νὰ ὁμολογήσω, ταπεινά,
ταπεινότατα ὅτι ὁ Ἐξαίρετος Ἀναστάσιος Ἀλβανίας: ἐ ξ α ι ρ ε ῖ τ α ι!
Κωνσταντίνος Μ. Μάστρακας
Μαρκέλλα
Εὐθυμίου:
Ἡ μανταρινιά
Βάδισα
ἴσια
μὲς τὴν καταιγίδα,
ἔστιψα μὲς στὴ χούφτα,
δάγκασα
μὲ τὴ φλούδα!
Μ'
ἔπνιξε τὸ κουκούτσι
στὰ μάγουλά μου σφηνωμένο,
ρίγησε
ὁ κάμπος χίλιες ἀστραπές,
ἔκλαψε τὸ παιδὶ – ἱκετεύοντας –
στὰ πόδια τοῦ θανάτου.
(Πρωτοδημοσιευόμενο)