Κυριακή 7 Μαΐου 2023

Άνοιξη μ.Χ. ... Γιώργος Σεφέρης

Κοσμάς Κουμιανός, Λήμνος

 

Πάλι με την άνοιξη

φόρεσε χρώματα ανοιχτά

και με περπάτημα αλαφρύ

πάλι με την άνοιξη

πάλι το καλοκαίρι

χαμογελούσε.


Μέσα στους φρέσκους ροδαμούς

στήθος γυμνό ώς τις φλέβες

πέρα απ’ τη νύχτα τη στεγνή

πέρα απ’ τους άσπρους γέροντες

που συζητούσαν σιγανά

τί θα ’τανε καλύτερο

να παραδώσουν τα κλειδιά

ή να τραβήξουν το σκοινί

να κρεμαστούνε στη θηλιά

ν’ αφήσουν άδεια σώματα

κει που οι ψυχές δεν άντεχαν

εκεί που ο νους δεν πρόφταινε

και λύγιζαν τα γόνατα.


Με τους καινούριους ροδαμούς

οι γέροντες αστόχησαν

κι όλα τα παραδώσανε

αγγόνια και δισέγγονα

και τα χωράφια τα βαθιά

και τα βουνά τα πράσινα

και την αγάπη και το βιος

τη σπλάχνιση και τη σκεπή

και ποταμούς και θάλασσα·

και φύγαν σαν αγάλματα

κι άφησαν πίσω τους σιγή

που δεν την έκοψε σπαθί

που δεν την πήρε καλπασμός

μήτε η φωνή των άγουρων·

κι ήρθε η μεγάλη μοναξιά

κι ήρθε η μεγάλη στέρηση

μαζί μ’ αυτή την άνοιξη

και κάθισε κι απλώθηκε

ωσάν την πάχνη της αυγής

και πιάστη απ’ τ’ αψηλά κλαδιά

μέσ’ απ’ τα δέντρα γλίστρησε

και την ψυχή μας τύλιξε.


Μα εκείνη χαμογέλασε

φορώντας χρώματα ανοιχτά

σαν ανθισμένη αμυγδαλιά

μέσα σε φλόγες κίτρινες

και περπατούσε ανάλαφρα

ανοίγοντας παράθυρα

στον ουρανό που χαίρονταν

χωρίς εμάς τους άμοιρους.

Κι είδα το στήθος της γυμνό

τη μέση και το γόνατο

πως βγαίνει από την παιδωμή

να πάει στα επουράνια

ο μάρτυρας ανέγγιχτος

ανέγγιχτος και καθαρός,

έξω απ’ τα ψιθυρίσματα

του λαού τ’ αξεδιάλυτα

στον τσίρκο τον απέραντο

έξω απ’ το μαύρο μορφασμό

τον ιδρωμένο τράχηλο

του δήμιου π’ αγανάχτησε

χτυπώντας ανωφέλευτα.


Έγινε λίμνη η μοναξιά

έγινε λίμνη η στέρηση

ανέγγιχτη κι αχάραχτη.

                                 16 Μαρτίου 1939 

Γιώργος Σεφέρης, Ημερολόγιο καταστρώματος Α’, Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου