Mona Kuhn |
Κάποτε,
όταν ήμουν ακόμη στα καράβια,
ένα μεσημέρι τον Ιούλιο,
βρέθηκα μόνος σε κάποιο νησί, σακάτης μέσα στον ήλιο.
Ένα καλό μελτέμι μού έφερνε στοργικούς στοχασμούς,
όταν ήρθαν και κάθισαν λίγο παραπέρα,
μια νέα γυναίκα με διάφανο φουστάνι,
που άφηνε να ζωγραφίζεται το κορμί της,
λιγνό και θεληματικό σα ζαρκαδιού,
κι ένας σιωπηλός άντρας που, μια οργιά μακριά της,
την κοίταζε στα μάτια.
Μιλούσαν μια γλώσσα που δεν καταλάβαινα.
Τον εφώναζε Τζιμ.
Τα λόγια τους όμως δεν είχαν κανένα βάρος
και οι ματιές τους σωφιλιασμένες
και ακίνητες
άφηναν τα μάτια τους τυφλά.
Τους συλλογίζομαι πάντα
γιατί είναι οι μόνοι άνθρωποι, που είδα στη ζωή μου
να μην έχουν το αρπαχτικό ή το κυνηγημένο ύφος
που γνώρισα σ’ όλους τους άλλους.
Το ύφος εκείνο που τους κάνει
ν’ ανήκουν στο κοπάδι των λύκων
ή στο κοπάδι των αρνιών.
Τους συναπάντησα πάλι την ίδια μέρα
σ’ ένα από τα νησιώτικα κλησάκια
που βρίσκει κανείς όπως παραπατά
και τα χάνει μόλις βγει.
Κρατούσαν πάντα την ίδια απόσταση
κι έπειτα πλησίασαν και φιληθήκανε.
Η γυναίκα έγινε μια θαμπή εικόνα και χάθηκε,
μικρή καθώς ήταν.
Ρωτιόμουν αν ήξεραν πώς είχαν βγει
από τα δίχτυα του κόσμου…
Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα εκδ. Ίκαρος 1989
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου