|
Peter Fernau, Buenos Aires |
Μύρισαν τα χώματα βροχή·
περασμένα μύρισε η ψυχή…
–Τη θυμάσαι, αλήθεια, τη
χρονιά
στης αγάπης μας τη γειτονιά;
Όμοιο καλοκαίρι δροσερό
το θυμάσαι, εκείνον
τον καιρό,
τότες που βρεχόμαστε μαζί,
από μαγαζί σε μαγαζί,
κι απ' αυλή
κονεύαμε σ' αυλή
με τ' αποβροχάρικο πουλί,
με το χελιδόνι το πουλί,
κάτω απ'
τη δροσούλα την ψιλή,
και τρεχάλαγες, κάτω απ' τις αριές,
τις κοντακιανές τις
πιπεριές;
Τραγουδούσε η πέτρα τον ηχό,
κι απ’ το κοριτσίστικο τρεχιό.
Κ’ η
ψιχάλα που έπιανε ξανά,
ράντιζε τα χέρια σου, γυμνά...
–Κατά δω θα πάμε ή κατά κει;
(γνώριμοι μην έβγουν και
δικοί).
–Κατά
δω να βγούμε ή κατά κει;
(το καινούριο τσίτι μη βραχεί).
Τέλλος Άγρας
(Ανθ. Η.&Ρ. Αποστολίδη)