Antonio Grambone |
Μπήκε στο φούρνο αργά το βράδυ,
λίγο πριν το κλείσιμο.
Η υπάλληλος κάτι πρέπει να βλαστήμησε μέσα απ’ τα δόντια.
Ένα κομμάτι πίτσα, όλο κι όλο, στη βιτρίνα.
Το πήρε και κατηφόρισε προς παραλία.
Βολεύτηκε, τρόπος του λέγειν,
στον τεράστιο τσιμεντένιο πάγκο,
κουκουλωμένος ως τ’ αυτιά.
Δεν κυκλοφορούσε ψυχή μ’ αυτό το ξεροβόρι.
Μόνο, πού και πού,
κανένας ποδηλάτης αναβόσβηνε από μακριά,
περνούσε σκυφτός, και χανόταν
προς την άλλη μεριά της πόλης.
Ο κώλος του είχε παγώσει. Η πίτσα επίσης.
Έσπαγες τα δόντια σου σ’ αυτό το παλιόπραμα.
Κάποιος αδεσποτάκος τον πλησίασε, με βλέμμα αγίου,
κουνώντας αργά την ουρά.
Τώρα έγλυφε το ξεροκόμματο και τα μάτια του έλαμπαν.
Έμεινε δίπλα του άλλο ένα τέταρτο, άλλη μισή ώρα...
Ούτε ποδηλάτες! Έκανε τσιγάρο. Έκανε δεύτερο.
Κόπασαν πια οι ήχοι των αυτοκινήτων, από την κοντινή λεωφόρο.
Σηκώθηκε, απαλά του χάιδεψε το κεφάλι, τη μουσούδα,
κι αποχαιρέτησε.
Ντέμης Κωνσταντινίδης, Στίχοι για υγρούς θανάτους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου