Slavko Pjevcevic |
Πέρασε δίχως συντροφιά
κ΄η Κυριακή στο σπίτι,
βούλλες στους τοίχους έρριξε
το δείλι απ΄το φεγγίτη.
Κ΄ήρθε του δρόμου τ΄όργανο
βαθιά πολύ απ΄τα ξένα
να δέση με την έρημη
καρδιά τα περασμένα,
να κάμη ακόμα πιότερο
καθημερνές τις σχόλες
-και πήρε πόλκες ο άνεμος,
ρομάντσες, βαρκαρόλες.
Μάγια σα νάταν του Καιρού,
βγαίναν οι νότες, ίδια
με ξόρκια, με καλέσματα
και μαγικά αντικλείδια.
Ήχος γλυκός κι αγύριστος
-που το σκοπό του χάνω-
τριγύριζε στα τέλια του
και στα κλειδιά του απάνω,
κ΄έλεγε, στ΄άψυχα, τ΄απλά
κι ασάλευτα-αγιασμένα-
γι΄άγραφες λύπες, άγραφες
χαρές και πάθη ξένα...
Κ΄ύστερα - στάση· κ΄η έρημη
η ψυχή γλυκά εκοιμήθη
σα νάειπε, νάειπε, νάκλαψε,
και σα να προσευχήθη.
Τέλλος Άγρας
περ.
Τα Νέα Ελληνικά, τχ 4, Απρίλιος 1966
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου