Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2016

Το παρήγορο.... Κων. Μάστρακας

Gianni Barengo Gardin

Οαί τος γράφουσι πονηρίαν.[…]
ριθμός σονται, κα παιδίον γράψει ατούς.
σαας
Παλαι Διαθήκη, σαας Ι, 19.

Σαράντα παρὰ μία
Τ’ εν’ ατό πάλι τ σαράντα παρ μία
Τί τν φοβήθηκες τν ριθμό σου τ στρογγύλο;
Τί τ φοβήθηκες τ μηδενικό το τέλους;
Δν εσ’ σύ πο σάλπαρες κράτητος στ μέτρημα;
Δν εσ’ σύ πο μο καμάρωνες
γι τ να σου, τ δύο, τ τρία;
Τί κοντοστάθηκες τώρα δωπέρα;
Τί τ κρατς ναποφάσιστο τ βμα;..
στο τσι δίστακτα, χωρίς δειλίες,
ν πέσ στ μηδενικό -
κα τέλειωνε πι τ σαράντα σου,
κα τέλειωσ’ τν ρίθμησή σου!..
Κώστας Μόντης
νθολογία Η.Ρ.Η.Σ. ποστολίδη, Ποίηση,  θ. 2010, Τ Νέα λληνικά, 12η κδ., σελ. 806.
                                                                    ***
                                           Το παρήγορο 

Ὅλοι πλέον διερωτῶνται ἂν αὐτὸ θὰ σταματήσῃ κάποτε! Περιφέρονται στοὺς δρόμους καὶ ρωτᾶν φίλους καὶ γνωστούς: Θὰ σταματήσῃ, δέν μπορεῖ;! Ἔτσι δὲν πιστεύεις καὶ σύ; Τί λές; Προεκτείνουν, σ’ ὅποιον βροῦν, τὴ δική τους σφοδρὴ ἐπιθυμία, μεταβάλοντάς την σὲ βεβαιότητα. Ὅμως μιά βεβαιότητα ὑπάρχει: ὅτι ὁ συνομιλητής τους ἔχει τὴν ἴδια ἰσχυρότατη ἐπιθυμία, ἀλλὰ τὴν ἐντελῶς ἀντίθετη, ὅπως κ’ οἱ ἴδιοι, βεβαιότητα: Ὅτι τίποτα δέ θὰ σταματήσῃ κι ὅτι σύντομα φθάνει ἡ ἀπόλυτη φτώχεια καὶ πεῖνα στὴ δική τους, ἀτομική, περίπτωση.
  Ἄλλοι πάλι ἀναφέρονται σὲ πρόσφατες ἢ ἀπώτατες δύσκολες ἐποχές, τὶς ὁποῖες ἀντιμετώπισε ὁ Ἑλληνισμός, ἐπεβίωσε κι ἀνέκαμψε. Θυμοῦνται γονεῖς, παπποῦδες, γιαγιάδες, ἄσκεφτα λοιδορηθέντες, μές στὴ μέθη τῆς ὑπερκατανάλωσης, ποὺ εἴτε ὑπέφεραν οἱ ἴδιοι, εἴτε διηγοῦντο «περασμένες» συμφορές! Ἀλίμονο, οἱ συμφορὲς δὲν περνοῦν ποτέ, παρὰ μόνο π ά ν ω  ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνο δέν τὶς ξεχνοῦν, ἀλλὰ τοὺς προσδιορίζουν ἰσοβίως. Μόνον ἐκεῖνοι ποὺ δέν τὶς ἔζησαν, λόγῳ ἡλικίας, τὶς θεωροῦν «περασμένες»!
  Ὅλα ἔχουν ἕνα κύκλο! Τίποτε δὲν διαρκεῖ αἰωνίως, τοῦ 'λεγε ἡ γιαγιά του! Σοφή κουβέντα! Ὅμως: γιὰ τὴ Φύση ἢ τὴν Ἱστορία -ὄχι γιὰ τοὺς ἀνθρώπους! Γιατί, σὲ ποιό σημεῖο τοῦ κύκλου βρισκόμαστε;: Στὸ τέλος καὶ στὸ κλείσιμό του ἢ στὴ μόλις ἀρχή του; Ποῦ βρίσκονταν ὁ «κύκλος» στὸ τέλος τοῦ 1940; Τὸ 1941, τὸ 1942, τὸ 1943, τὸ 1944, τὸ 1945, τὸ 1946, τὸ 1947, τὸ 1948, τὸ 1949, τὸ 1950 καὶ ἐπέκεινα; Ὅλη τὴ δεκαετία τοῦ ’50 καὶ τοῦ ’60 καὶ τοῦ ’70;: Σαράντα χρόνια μέχρι νὰ κλείσῃ ὁ κύκλος καὶ νὰ «ξεχαστοῦν», δῆθεν, οἱ συμφορές! Ποιοί νὰ «ξεχαστοῦν»; Οἱ νεκροί; Τί νὰ «ξεχαστῇ» ἡ δεινή ἀνέχεια κ’ ἡ πεῖνα; Ἀπὸ ποιούς; Ἀπὸ κείνους ποὺ ἔζησαν;..
  Γεννήθηκα μὲ τὴ φωτογραφία τοῦ σκοτωμένου θείου μου Μάκη Καρλῆ, ἀδελφικοῦ φίλου τοῦ Μίκη Θεοδωράκη, πάνω ἀπ’ τὸ κρεββάτι τῶν γονιῶν μου! Βάδιζε, τελειόφοιτος τῆς Νομικῆς, ἔφεδρος ἀνθυπολοχαγός, στὴν Ὁμόνοια. Ἕνα πρωινὸ Κυριακῆς, καθὼς ἔπαιζα χαρούμενος μὲ τὸν πατέρα, κούνησα τὸ κάδρο: Μὴ τὸ πειράζῃς. Στενοχωριέται ἡ μητέρα σου! Ἔμεινα ἄφωνος καὶ σεβαστικός τότε! Ἀλλάξαμε σπίτια. Οἱ γονεῖς μου πέθαναν. Ἡ γυναίκα μου -τίποτε δὲν τὴ συνέδεε μαζί του κι οὔτ’ ἤθελα νὰ φορτώσω μὲ νεκροὺς τοὺς τοίχους μας. Ὡστόσο: εἶναι καρφωμένη πάντα στὴν καρδιά μου ἡ εἰκόνα κ’ ἡ μνήμη του, καθὼς μ’ ἀγκάλιαζε, μὲ σήκωνε ψηλά κ’ ἐγὼ τὸν φώναζα φαντάο!.. Σκοτώθηκε, 25 χρονῶν, στὶς 9 Αὐγούστου 1948 στὴ Ροῦσσα Ἀρνίσσης.
  Ὁ ξάδελφός μου Παντελῆς Λαΐτσας, ἕνα χρόνο μικρότερός μου, ἐρχόταν μὲ τὴ θεία μου -μητέρα του, κ’ ἔμεναν ἀρκετὲς μέρες σπίτι μας. Καθὼς δὲν εἴχαμε ἀδέλφια -ε ἴ μ α σ τ ε  ἀδέλφια. Παίζαμε μαζί. Ἕνα παλιό, χαλασμένο ξυπνητήρι ποὺ μᾶς χάρισαν ἦταν σπουδαῖο παιγνίδι! Τὸ βλέπαμε ...ξυλουργεῖο. Μὲ τὰ γρανάζια του κόβαμε σπιρτόξυλα, σὰ νάταν τεράστιοι κορμοὶ πανύψηλων δέντρων. Μὲ χαρτόκουτα, σύρματα, κουβαρίστρες, κουρέλια, φτειάγναμε θεατρικὴ σκηνή, μ’ αὐλαία, χάρτινους, κινούμενους μ’ εἰδικὸ μηχανισμό, ἠθοποιοὺς κ’ «ἔγραφα» θεατρικὸ ἔργο! Δίναμε «παραστάσεις», μὲ κοινὸ τοὺς γονεῖς μας, τοὺς θείους καὶ τὶς θεῖες!.. Εἴχαμε περίσσεια ἀγάπη μεταξύ μας. Ἀλλά, ὁπωσδήποτε, παιδιά εἴμαστε! Κάποτε, θύμωσα. Μὲ πῆρε παράμερα ἡ μητέρα μου. Εἶσαι μεγαλύτερος, μοῦ εἶπε. Πρέπει νὰ τὸν προσέχῃς καὶ νὰ τὸν ἀγαπᾶς. Κ’ ἔπειτα, μὴ ξεχνᾶς: ἐσὺ  ἔ χ ε ι ς  τὸν πατέρα καὶ τὴ μάνα σου. Ἐκεῖνος εἶναι  ὀ ρ φ α ν ό ς,  δὲν ἔχει πατέρα!.. Ἄλλος ἕνας νεκρός στὴν οἰκογένεια: ὁ Δημήτριος Λαΐτσας, ὑπάλληλος Νομαρχίας, γιὸς συνταγματάρχη. Σκοτώθηκε στὰ Τέμπη στὶς 22 Νοεμβρίου τοῦ 1948. Ἡ χήρα του, εὐτυχῶς, ξαναπαντρεύτηκε. Τὸν Φραγκίσκο Τσουβαλᾶ, πρόσφυγα ἀπὸ τὴ Φώκαια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ μετανάστη στὶς Ἡνωμένες Πολιτεῖες. Εἶχε ἐπιστρέψει στὴ Νέα Σμύρνη. Μὲ τὶς οἰκονομίες του ἔχτισε δύο σπίτια. Πρόσεξε τὴ νεαρὴ δασκάλα, ποὺ ἔμενε σὲ μια «περιστερεώνα» καὶ τὴ ζήτησε. Τὴν ἀγάπησε καθὼς καὶ τὸν ξάδελφό μου, ποὺ βρῆκε πλέον πατέρα καὶ στοργή… Ποιός ὅμως, ἀπ’ τοὺς δυό μας, μπορεῖ νὰ ξεχάσῃ τί;..
  Χειμώνας τοῦ ’61, τοῦ ’62, τοῦ ’63; Στὴ μικρὴ μονοκατοικία στὰ Πατήσια, 16-17 χρονῶν, ἔπρεπε νὰ διαβάσω τὰ μαθήματά μου γιὰ τὴν ἑπόμενη μέρα. Τὸ σπίτι ὅμως τὸ χρωστούσαμε στὴν Κτηματική, δάνειο ποὺ ξοφλούσε ὁ πατέρας μου, ἤδη συνταξιοῦχος τοῦ ΙΚΑ! Δὲν περίσσευαν χρήματα γιὰ τὰ ξῦλα ὅλης τῆς χρονιᾶς. Καὶ τὸ μὲν πρωινό, κάτι μὲ τὴν γκαζιέρα ποὺ μαγείρευε ἡ μητέρα, κάτι μὲ τὶς οἰκειακὲς φροντίδες, τὰ βγάζαμε πέρα. Ἀλλὰ τὸ ἀπόγευμα; Μετὰ τὸ μεσημεριανὸ φαγητό, καθὼς τὸ κρῦο σὲ περόνιαζε μές σ’ ἕνα σπίτι μὲ γκρὸ μπετό – ποῦ λεφτὰ γιὰ μωσαϊκό – μ’ ἐφημερίδες στρωμένες, χαρτόνια μετὰ καὶ πάνω κουρελοῦδες, χτισμένο χωρὶς καμμιά σύγχρονη μόνωση;.. Κατέβαινα σ’ ἕνα ξυλάδικο, κάτω ἀπ’ τὴν Πατησίων, μὲ μιὰ πάννινη σακούλα κ’ ἕνα σχοινένιο δίχτυ, τὰ γέμιζα, πλήρωνα κι ἄρχιζε ὁ Γολγοθᾶς τῆς ἀνόδου μὲ τὸ φορτίο. Βέβαια ζεσταινόμουν. Ἡ μητέρα ἄναβε μὲ προσοχὴ κ’ οἰκονομία τὴν ξυλόσομπα. Κ’ ἔμεναν σιωπηλοί, γιὰ νὰ διαβάσω, τρεῖς ἄνθρωποι: Ἡ μάνα, ὁ πατέρας κ’ ἡ ἀδελφή του, ἡ θειά μου ἡ Φωφώ. Τηλεόραση δὲν ὑπῆρχε τότε. Οὔτε τηλέφωνο. Μέχρι τὸ βράδι, στὶς ἐννέα. Ἀκούγαμε ὅλοι μαζὶ τὶς εἰδήσεις, τρώγαμε λιτὰ καὶ ξαπλώναμε στὰ κρῦα, βαριά σκεπάσματα. Τὴν ἄλλη μέρα στὸ σχολεῖο ὁ συμμαθητής μου, μακαρίτης Μανώλης Καρύδης, ζεστὸς καὶ καλοντυμένος, ἄνετος, ἔλεγε τὸ μάθημα. Ὁ πατέρας του εἶχε ἀντιπροσωπεῖες! Σκεπτόμουν τὸ καλοριφὲρ καὶ τὸ χωριστό του δωμάτιο. Καμμιὰ πρέσσα σιωπῆς δὲν τὸν βάραινε. Μποροῦσε ἄνετα νὰ διαβάσῃ στὸ γραφεῖο του, στὸ δωμάτιό του, χωρὶς κανένα ἐμπόδιο. Μπορῶ νὰ ξεχάσω τί; Πότε καὶ μὲ ποιές προϋποθέσεις;..
  Καλοκαίρι τοῦ ’64, ὑποψήφιος φοιτητής, βρῆκαν, καὶ γῶ δὲν ξέρω πῶς, κάποια χρήματα οἱ γονεῖς μου, νὰ μὲ στείλουν φροντιστήριο, ἔστω γιὰ δυὸ μῆνες, πρὶν τὶς ἐξετάσεις. Ἔπρεπε νὰ κατεβαίνω, νομίζω τρεῖς φορὲς τὴν ἑβδομάδα, στὸ κέντρο, στὴν Ἀκαδημίας, κοντὰ στὴ Ζωοδόχο Πηγή. Εἶχα ἕνα λευκὸ λινὸ παντελόνι. Κάποιος μᾶς τόχε δώσει. Ἀλλὰ ἦταν τὸ μοναδικὸ ποὺ μποροῦσα νὰ φορέσω καὶ νὰ βγῶ ἔξω. Ὅσο κι ἂν τὸ πρόσεχα σὰν τὰ μάτια μου, λερωνόταν μές στὰ θρανία μὲ τὴ σκόνη καὶ τὸ καυσαέριο. Τὸ Σαββάτο μὲ περίμενε ἡ μητέρα, νὰ γυρίσω γιὰ νὰ τὸ πλύνῃ. Στέγνωνε καὶ τὴν Κυριακὴ τὸ σιδέρωνε γιὰ νὰ τόχω τὴ Δευτέρα!..
  Χειμῶνα τοῦ ’72-’73, νεοσύλλεκτος τῆς Πολεμικῆς Ἀεροπορίας στὸν Ἄραξο, καθώς, κουρεμένοι γουλί, κάναμε βλακώδεις ἀσκήσεις (μεταβολή, ντό, προσοχή, ἡμιανάπαυση κ.λ.) ὁ ἐκπαιδευτὴς μὲ φώναξε ν’ ἀνέβω πάνω στὴν ἐξέδρα ἀπ’ ὅπου μᾶς ἔδινε τὶς ἐντολές. Συνάδελφος, τῆς Νομικῆς δέν εἶσαι; Ναί! Δέ μὲ θυμᾶσαι; Ἐγὼ σὲ θυμᾶμαι! Εἶχες γκρίζα μαλλιά κ’ ἕνα καφὲ σακκάκι!.. Ἔλα στὴ Λέσχη Ἀξιωματικῶν τὸ βράδυ. Θὰ σὲ βοηθήσω σ’ ὅ,τι θέλεις…
  Μὲ κόπο κρατήθηκα νὰ μὴ κλάψω μπροστά του! Ἕνα καφὲ σακκάκι! Τὸ μοναδικὸ ποὺ εἶχα! Τὸ φοροῦσα χρόνια, ἀπ’ τὴν ἀρχὴ τοῦ φθινοπώρου μέχρι τὴν Ἄνοιξη. Καθημερινή, γιορτή, σὲ μικρο-ἐκδρομὲς στὸ δάσος, ποὺ πηγαίναμε μὲ τὸ Ρένο ἢ στὰ δεῖπνα, ποὺ μὲ φώναζε μαζὶ μὲ τὸν τραπεζίτη Κωστόπουλο, τὸν ἐφοπλιστὴ Ποταμιάνο, τὸν Παπαλεξάνδρου, τὸν Μπαστιὰ κι ἄλλους… Εἶχε καταρρεύσει ἡ φόδρα του. Ἔλυωσε -κρέμονταν κουρέλια· μ’ ἀπέξω κράταγε -ἄντεχε. Τὸ κούμπωνα λοιπὸν καὶ δὲν τὸ ξεκούμπωνα ποτέ, νὰ μὴ φανοῦν τὰ ξέφτια!.. Οὔτε ὁ Ρένος δὲν τόχε ὑποψιαστῆ, οὔτε τὸ σπίτι μου! Καὶ τώρα, μαζὶ μὲ τὰ πρόωρα γκρίζα μαλλιά μου, ἦταν τὸ σημεῖο ἀναγνώρισής μου γιὰ τὸν ἐκπαιδευτή μας Καλομέρα…
  Τί μᾶς τ’ ἀραδιάζεις τώρα ὅλ’ αὐτά; Θάλεγε κανείς. Νὰ σὲ λυπηθοῦμε τί περασες δὰ κ’ ἐσύ πρὶν ἑξήντα, πενήντα, σαράντα χρόνια! Ἄνθρωποι χάνουν τὸ σπίτι τους καὶ μένουν ἄστεγοι, ψάχνουν σκουπίδια, πρόσφυγες πνίγονται κι ὅσοι σώζονται στιβάζονται στὴν πλατεία Βικτωρίας, μισθοὶ καὶ συντάξεις περικόπτονται καὶ σὺ μᾶς λὲς γιὰ Κατοχές, Ἐμφύλιους, ξεθάβῃς πρὸ ἑξηκονταετίας νεκρούς, ἐνῷ ὁ κόσμος χάνεται…  Τ ώ ρ α  πές μας  τ ί  γίνεται!  Τ ί  νὰ κάνῃ ὁ Λαός, ποὺ ἔχει τὴ δύναμη!
  Καμμιὰ ἀπολύτως δύναμη δὲν εἶχε ποτέ καὶ δὲν ἔχει κανένας λαός! Κάποιοι μόνο τὸν χρησιμοποίησαν σὰν ἐργαλεῖο ἐπιβολῆς τους! Μέτρησαν καὶ πρόβλεψαν κ’ εἶχαν καὶ τύχη! Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, γιὰ παράδειγμα, ἀδελφοκτόνος καὶ παιδοκτόνος, κατάφερε νὰ δῇ στὸν οὐρανὸ τὸ ΕΝ ΤΟΥΤῼ ΝΙΚΑ, νὰ προσεταιρισθῇ τοὺς ἀναρίθμητους χριστιανούς, νὰ ἱδρύσῃ τὴ χιλιετῆ Ἀνατολικὴ Αὐτοκρατορία. Ὁ Λένιν συνήγειρε καὶ συσπείρωσε τοὺς μουζίκους κ’ ἵδρυσε τὴ δική του ἑβδομηκονταετὴ Σοβιετία τοῦ μετά, πατερούλη τῆς Σιβηρίας!..
  Μόνο ν’ ἀντιστέκεται δύναται κάποτε ὁ λαός, κι ἀμέσως μετά, δεινὰ νὰ προδίδεται. Στὴν Ἀλβανία τὸ ’40, στὴν Κρήτη καὶ τὸ Ροῦπελ, στὸ καταβομβαρδισμένο μὲ V2 Λονδῖνο καὶ σ’ ὅλη τὴν Ἀγγλία, στὸ Στάλινγκραντ, στὴν Ἀφρική, στὴ Μεγάλη Ἀπόβαση στὴ Νορμανδία… Ν’ ἀντιστέκεται ὁ δυστυχισμένος λαός, ὁ καλὸς κ’ ἠγαπημένος, ὁ πάντοτ’ εὐκολοπίστευτος καὶ πάντα προδομένος…
  Ἕνας ὑπερδιετὴς Ἐμφύλιος, μιὰ δικτατορία καὶ συνολικὰ σαράντα χρόνια διεφθαρμένης καθεστωτικῆς Δεξιᾶς, μὲ παραλλαγές αἵματος καὶ κοινοβουλευτι-σμοῦ καὶ μάλιστα ἀμέσως, χωρίς ἀνάσα, χωρίς πρόσχημα. Ὁ ἴδιος ἄνθρωπος ποὺ δήλωνε παγκόσμια: Μέχρι τώρα λέγαμε ὅτι οἱ Ἕλληνες πολεμοῦν σὰν ἥρωες, ἀπὸ δῶ καὶ μπρὸς θὰ λέμε ὅτι οἱ ἥρωες πολεμοῦν σὰν Ἕλληνες!, ἔδωσε ἐντολὴ στὸν Σκόμπι, ἀρχηγὸ τῶν ἀγγλικῶν στρατευμάτων, νὰ συμπεριφερθοῦν στὴν Ἑλλάδα: ὡς εἰς κατεχομένην χώραν!
  Οἱ Ἄγγλοι, μετὰ οἱ Ἀμερικανοί, τώρα οἱ Εὐρωπαῖοι, ἔκτοτε καὶ μέχρι σήμερα! Κι ἀνέκαθεν καὶ πάντα!..
  Οἱ τρεῖς, τότε «Δυνάμεις» Ἀγγλία, Γαλλία, Ρωσία, μετὰ τὸ Ναυαρῖνο καὶ τὴ δημιουργία τοῦ μικροῦ προτεκτοράτου-ἀναχώματος ἀπέναντι στὴν καταρρέουσα Ὀθωμανία (ἀπὸ τὴ δημιουργία του καταχρεωμένου κ’ ὑποτελοῦς), ὑπηρετήθηκαν ἀξιόπιστα ἀπὸ ἀφελεῖς ἐγχώριους ἐντολοδόχους: τὸ ἀγγλικό, τὸ γαλλικὸ καὶ τὸ ρωσικὸ κόμμα, πρὸς τοὺς ὁποίους ὑπόσχονταν λαγοὺς μὲ πετραχήλια, ἀνενδοιάστως καὶ μονίμως, γιὰ νὰ τοὺς καταπροδώσουν τὸ ’22, ποὺ τόλμησαν νὰ σηκώσουν κεφάλι καὶ νὰ ξαναστήσουν μιὰ μίνι αὐτοκρατορία τῶν δύο ἡπείρων καὶ τῶν πέντε θαλασσῶν. Ὅπως, μόλις προηγουμένως, ἀνέμεναν οἱ ραγιάδες νὰ τοὺς ἐλευθερώσῃ καὶ τοὺς σώσῃ ἡ Μοσκοβιὰ κ’ ἡ Φραγκιά!.. Ὅπως, μετὰ τὴν Ρωμαιοκρατία, εὐελπιστοῦσαν οἱ Ἕλληνες, μὲ τοὺς ἐξελληνισθέντες Βυζαντινοὺς Αὐτοκράτορες, πὼς θὰ τοὺς ἐδίδετο ἡ δέουσα ἀρχαιοπρεπής ἀξία καὶ σημασία, κι ἀντ’ αὐτοῦ κατεχωρήθησαν στὴ χιλιετὴ Βυζαντινὴ Ἱστορία ὡς Θέμα Ἑλλάδος, περιοχὴ προβληματική, σημαντικὰ ὑποβαθμισμένη καὶ πάντα ἀναξία λόγου! Ὅπως ἀκόμα κι ἀπ’ τὸν σεβαστικό Ἀλέξανδρο, τὸ μόνο ποὺ εἰσέπραξαν ἦσαν τὰ πρῶτα λάφυρα τοῦ Γρανικοῦ κ’ ἡ ἐπιγραφή Ἀλέξανδρος Φιλίππου καὶ οἱ Ἕλληνες!.. Ἀμέσως μετά, καὶ γιὰ αἰῶνες: τὸ ἆγος τῶν στρατηγῶν-διαδόχων-ἐπιγόνων κ’ οἱ Ρωμαῖοι!..
  Ἀδέσποτη σφαίρα παρ’ ὀλίγο νὰ σκοτώσῃ τὴ μητέρα μου στὴν κουζίνα της κι ὁ πατέρας μου, ἂν δὲν ἔφθαναν οἱ Ἄγγλοι, θὰ ἐκτελοῦνταν ἀπὸ τοὺς γείτονες «ἀριστερούς», γιατὶ δὲν εἶχε ἀναμειχθῆ σὲ καμμιά ὀργάνωσή τους, ὅπως οὔτε καὶ σ’ ἀντίστοιχη δεξιά. Οὐδέποτε οἱ γονεῖς μου τ’ ἀνέφεραν, ἐνσυνειδήτως καὶ γιὰ νὰ μὴ μ’ ἐπηρεάσουν! Τάμαθα ἀπὸ τρίτους!
  Ἀέρα φασίστες, ἀέρα σκυλιά! Οὔρλιαζαν στὶς ἐφόδους τους οἱ «ἀντάρτες»! Ἀναρωτιέμαι ἂν ὁ πατέρας μου ἦταν φασίστας καὶ σκυλί! Ἢ κι ὁ φίλος τοῦ Μίκη θεῖος μου. Ἢ μισθοφόρος τοῦ Τρούμαν ὁ Ρένος τῆς Πυραμίδας 67!.. Ἢ κουμμούνι, μὲ τὴν πλέον ἀρνητικὴ καὶ δαιμονοποιημένη ἔννοια, ὁ Θεοδωράκης -κι ὁ Χατζηδάκης ἀκόμα, ὅταν περιγράφῃ τὴ δολοφονικὴ Δεξιά, στὸ ποίημα Οἱ ἀστυνόμοι ἑτοίμασαν καινούργιους νόμους… (Ἀνθολογία Ἀποστολίδη, σελ. 1612)!..
  Ὅλοι, δυστυχῶς, ἔχουν νεκροὺς στὶς οἰκογένειές τους. Πρόσφατους, ἀπώτερους κι ἀπώτατους, ἀλλὰ καὶ περιστατικὰ ἀνάλογα. Ἡ δὲ Ἱστορία, κι ἂν μερικοὶ δέν τὴν ἔχουν μελετήσῃ ἐπαρκῶς, εἶναι σήμερα εὔκολα προσβάσιμη. Λοιπόν δέν κομίζω γλαῦκα στὴν Ἀθήνα, οὔτε μνημονεύω τὰ ἐμὰ καὶ τοὺς δικούς μου, παρὰ μόνο γιατὶ τὰ γνωρίζω. Ἀπευθύνομαι σ’ ὅσους μὲ ρωτοῦν καὶ διερωτῶνται, ἀναμένοντες  ἔ ξ ω  ἀπ’ τὸν ἑαυτό τους κάποια λύση ἀπαλλαγῆς ἀπ’ τὴ μέγγενη τῆς οἰκονομικῆς δυσπραγίας, τῆς φτώχειας, τῆς πνιγμονῆς, τῆς ἀσφυξίας, τοῦ ἀδιεξόδου. Αὐτοὺς ποὺ ἀνεπίγνωστα ἐπιζητοῦν ἀκόμα καλά λόγια, παρήγορες κουβέντες, θετικά αἰσθήματα, αἰσιόδοξα μηνύματα, ἐνθαρρύνσεις, καὶ περιμένουν διορθώσεις, ἀνακάμψεις, διόδους, λύσεις, βιωσιμότητα -ὄχι πλέον τοῦ χρέους ἀλλὰ τῶν ἰδίων:
  Νὰ διερωτηθῶ κ’ ἐγώ, μὲ τὴ σειρά μου: Τί ἄλλο πρέπει νὰ συμβῇ, γιὰ νὰ γίνῃ ἀντιληπτό, ὅτι αὐτὴ ἡ φρούδα ἐλπίδα καὶ προσδοκία, ἂν δὲν εἶναι ἡ μόνη, εἶναι ἡ κεντρικὴ συνιστῶσα τῶν δεινῶν; Πῶς νὰ ἐπανατεθοῦν διαιωνίως τὰ πράγματα, ὥστε νὰ θεωρηθῇ ἐπιτέλους αὐτονόητο πὼς τίποτα δὲν μπορεῖ κανείς νὰ περιμένῃ ἀπὸ κανέναν ἐξουσιαστή-πολιτικό, ξένο ἢ ντόπιο; Ὅσο «καλός», «εἰλικρινής» ἤ «ἀδιάφθορος» κ’ «ἔντιμος» ἂν εἶναι; Θέλετε νὰ εἶμ’ ἐγώ; Ἔστω! Πῶς ὅμως θὰ «σ ᾶ ς  σώσω», παρὰ τὶς καλὲς προθέσεις μου, ἀφοῦ θὰ σᾶς ἐξουσιάζω-διατάσσω (ἀποφασίζομεν καὶ διατάσσομεν); Πῶς θὰ ἐργάζεσθε καὶ  δ έ ν  θὰ  δ ο υ λ ε ύ ε τ ε  γιὰ μένα καὶ τοὺς περὶ ἐμέ; Μή γένοιτο!..
  Μόνος ἐγώ -σύ ποὺ διαβάζεις, θ’ αὐτολυτρωθῶ, ἐλευθερούμενος ἀπ’ τὴν περασμένη μέσα μου, καὶ ξεπερασμένη πλέον, ἰδέα, πὼς  ἄ λ λ ο ι  θὰ μ’ ἐλευθερώσουν! Κι ἂν ἐλευθερωθῶ, πλήρης αὐτοσυνειδησίας, θὰ  π ρ ά ξ ω. Κι ἂν πράξω ὅλα τὰ πνιγηρὰ θὰ σαρωθοῦν διὰ μιᾶς. Ἡ προσωπικὴ δημιουργία εἶναι, ὄχι τὸ πλέον παρήγορο τραγούδι, ἀλλὰ τὸ μόνο σωτήριο.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΑΡΚΟΥ ΜΑΣΤΡΑΚΑΣ
Διορθώσεις ΜΗΝΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ τεύχος 40, ΣΕΠΤ-ΔΕΚ 2015

http://www.diorthoseis.eu



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου