Αναλαμβάνοντας και φέτος να γράψω το θέμα «Χριστούγεννα»,
διαπιστώνω για μια ακόμα φορά ότι κάτι δεν πάει καλά με μένα και την «πρώτη γιορτή
της χριστιανοσύνης». Όσες προσπάθειες και αν καταβάλω, δεν καταφέρνω να
νοιώσω παρά ελάχιστα πράγματα τις ημέρες αυτές. Τα περισσότερα... ΑΡΝΗΤΙΚΑ.
ΔΕΝ θεωρώ ότι
είναι θέμα «χριστιανικής πίστης». Είναι
χρόνια τώρα, που ό,τι πιστεύω δεν βγαίνει στο φως της μέρας. Όχι απλά ΔΕΝ είναι
κανενός άλλου θέμα. Δεν είναι ΟΥΤΕ δικό μου.
Δεν μιλάω
λοιπόν εδώ για θαύματα, ούτε για τη σωτηρία της ψυχής. Μιλάω για ΜΕΓΕΘΟΣ ΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ.
Και για αισθηματική ένταση. Χωρίς και αυτή την τελευταία να επιχειρώ πια να τη
«διερμηνεύσω». Τη θεωρώ ένα από τα θαύματα, ίσως το μέγιστο, μέσω των οποίων ο
καθένας γιγνώσκει την ατομική του σωτηρία.
Απλά, ενώ
γύρω μου εκτυλίσσεται όλη αυτή η δενδροφόνος και λαμπιονιάρα εορταοτικότητα, οι
χορδές της ψυχής μου, -αν υπάρχουν- ΣΙΓΟΥΝ. Και από κοντά, ο ΤΖΟΓΟΣ.
Είναι πολλοί
που ΔΕΝ γιορτάζουν. Π.χ. τα μπατίρια, οι μονάχοι (όχι
οι μοναχοί, εκείνοι εορτάζουν, ευλαβικά, κατανυκτικά, ευφρόσυνα και ούτω
καθεξής) τα δάση, τα ζωάκια, που διάφοροι κρετίνοι θα αγοράσουν δώρα
στα παιδάκια τους και μετά θα τα πετάξουν (τα
δώρα, όχι τα παιδάκια). Οι αλλόπιστοι. Τα μικρομάγαζα, που ελπίζουν μάταια
σε αυξημένο τζίρο.
Τα παρατηρώ
καθώς περνάω απ’ έξω. Είναι κι αυτά σαν γέρικα μοναχικά μπατίρια. Σου φέρνουν
θλίψη.
Λένε ότι οι γιορτές πάντα φέρνουν κύμα αυτοκτονιών.
Αυτά βέβαια δεν πρέπει να τα λέμε. Είναι νταουνιάρικα. Πρέπει να είμαστε
ποζιτιβιστές, θετικοί! Με άφατη ηδονή γράφω τους παραπάνω στα έτσι μου.
Επικοινωνούν
μαζί μου διάφοροι, κατά πλειοψηφία ΟΧΙ ευφυείς και μου λένε μεταξύ άλλων ότι
είμαι μουρμούρης, Μαρθαβουρτσιστής. Γράφω ΚΑΙ αυτούς ως ανωτέρω. Αδυνατώ να καταλάβω
πώς μπορεί κάποιος να διαβάζη ταπρόγια και να λέη ταπρίτς. Απλά ελληνικά
γράφουμε, ειδικά εγώ ΠΟΛΥ ΑΠΛΑ. Παιδικά.
Ίσαμε 100 φορές
έχω γράψει ότι το στοιχείο της νεοελληνικής πραγματικότητας, που μισώ
περισσότερο από όλα, είναι το «αχ πώς πονώ» των λαϊκών ασμάτων. Και ΔΕΝ
διακρίνομαι από «ανθρωπιά», ΟΥΤΕ οραματίζομαι έναν πλανήτη καργαρισμένο μέχρι
την τελευταία του γωνία από ανθρώπινα περιττώματα.
Την «ιερή» επιταγή «αυξάνεσθε
και πληθύνεσθε και κατακυριεύσατε την Γην», εγώ τη διαβάζω «αυξάνεσθε, πληθύνεσθε, φονεύετε, αραιώνετε».
Κανένα έρωτα με τον «Άνθρωπο» δεν έχω. Απλά, λυπάμαι τους ανθρώπους.
Διερωτώμαι τι
θα έλεγε ο Ιησούς αν έβλεπε το παντελόνιασμα, το ξέσκισμα, που διεξάγεται εν
ονόματί του. Τι θα ΓΝΩΡΙΖΕ από όλα αυτά, ξεκινώντας από τη φάτνη με το
μπουλούκο, που γλύτωσε από το σπαθί του Ηρώδη και εδέχθη και πλούσια δώρα
(μιλάμε βουνά τα φράγκα) ίνα διαφυλαχθή για τον μελλοντικό Σταυρό!
Θα τον γνώριζε
ο Ιησούς αυτόν τον μπούλη, θα αναγνώριζε τάχα την ημερομηνία 25 Δεκεμβρίου, που
καθιερώθηκε να γιορτάζεται ΑΙΩΝΕΣ μετά το θάνατο του; Θα ένοιωθε υποχρεωμένος
και κολακευμένος από όλους αυτούς τους πιστούς, που κράζουν «Άγια Νύχτα» και «Χάπη Μπέρδεϊ Του
Γιου»
και χλαπακώνουν πουτίγκες και γαλοπούλες και μελομακάρουνα;
Είναι πολύ
διαφορετική η εικόνα του Ιησού που έχω εγώ. Λυπάμαι. Προφανώς είμαι ένας εκ των
κακοί άνθρωποι. Σόρρυ! Αδυνατώ παντελώς να συνδέσω τον ευτραφή μπούλη με την
μοναχική, ασκητική φιγούρα του νέου άντρα με το σκαμμένο πρόσωπο και το χάος
στο βλέμμα. Που, όταν άνοιξη, τύχω βράδυ ανάμεσα σε κυπαρρίσια και ελιές, βλέπω
κάπου μπροστά μου την ασπράδα του χιτώνα του και ακούω τη φωνή του να
μπερδεύεται με τα τριζόνια. ΝΟΜΙΖΩ πως λέει «δεν θέλω να πεθάνω έτσι, Πατέρα,
πατέρα, με ακούς;». Και μόνη απάντηση το τριζόνι.
Σιγή ο πατέρας,
ανεξιχνίαστες οι βουλές του. Και κάπου εκεί, πέρα, στο μονοπάτι, δαυλοί
πλησιάζουν. Νοιώθω το φόβο να πάλλεται, να απλώνεται σαν κρύα, μαύρη λάσπη,
έμεσμα οργής, μίσους, τύψεων, έμεσμα αιώνων, κόσμων, γενεών.
Νοιώθω τη
μοναξιά του σφάγιου. Και μετά, ΟΛΑ να τα σκεπάζη κάτι ΑΛΛΟ, βαθύ, βουβό και
πελώριο. Μακάρια αρμονία και συμπαντική χαρά. Αθάνατη, ακλόνητη. Η Ζωή
αγκαλιάζει το σφάγιο, το ρουφάει μέσα της, απαλά, στοργικά, σαν το βρέφος να
ξαναγυρίζη στο ενάμνιο υγρό, στη σιγουριά του μητρικού σώματος, στον ωκεανό της
αγάπης.
Την ώρα της
άνοιξης γίνονται αυτά. Τα γεννάει το άγιο χώμα της Μεσογείου. Παραισθήσεις,
όνειρα, έκσταση και παροξυσμό αυτού, που δεν ξέρουμε τι είναι αλλά το λέμε
Αγάπη. Ξέρουμε μόνο ότι ήταν, είναι και θα είναι. Εδώ. Στα αγιασμένα χώματα της
Μεσογείου. Και ότι είναι η μήτρα όλων των ωραίων πραγμάτων. Και ότι το ψέμα
είναι ο Φόβος και ο Θάνατος. Εκτός από τη Ζωή δεν υπάρχει τίποτε άλλο.
Ποτέ δεν
χρειάστηκα να μου εξηγήση κανένας το Πάσχα. Ούτε νομίζω ότι οποιοσδήποτε ΜΠΟΡΕΙ
να εξήγηση σε οποιονδήποτε αυτά τα πράγματα. Όσο περνάνε τα χρόνια, η πίστη μου
στις λέξεις ξεθωριάζει. Άλλα πράγματα, πανίσχυρα και καταλυτικά, παίρνουν τη
θέση τους. Καθώς το ελάχιστο εκείνο μόριο, που μου αναλογεί να καταλάβω από την
ομορφιά της πλάσης, σιγά σιγά μου αποκαλύπτεται, μαθαίνω να αφήνω την καρδιά
μου ελεύθερη, να σκέφτεται εκείνη για μένα.
Σίγουρα πολλοί
ζουν τα Χριστούγεννα. Τους μακαρίζω. Το ότι εγώ δεν μπορώ δεν σημαίνει τίποτα.
Ίσως κάποτε μπορέσω. Στο μεταξύ και ενώ η κακόφωνη
πολυχρωμία μου απειλεί μάτια κι αυτιά, ενώ ο κρότος του χρυσού και του αργύρου
πάνω στους μπεζαχτάδες της οικουμένης σκεπάζει τα πάντα, εγώ αφουγκράζομαι
μακρινό αλλά βέβαιο, το Πάσχα να πλησιάζη...
Ηλίας Μπαζίνας, Φίλαθλος, 25-12-1998
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου