Γιάννης Δήμου |
Κοπιάστε φίλοι και δικοί -ν’ αχτίδα ηλιού θα παίζει-
και απόψε το Ζιτσιώτικο θ’ ανοίξω στο τραπέζι.
Τ’ αψήλου η τάπα θ’ ανεβεί κι αφρός θα ξεφαντώσει
να τρικυμίσει την καρδιά το νου να βαλαντώσει.
... Παλιό κρασί του στοχασμού, της έγνοιας κεχριμπάρι,
ήλιε χρυσήλιε του Μαγιού, τ’ Αυγούστου εσύ φεγγάρι,
αυγερινέ της θύμησης, του νόστου χρυσαστέρι,
από το κλήμα που ’βαλε της βάβως μου το χέρι.
Αίμα απ’ την άγρια φλέβα της που η θύμηση πυρώνει
με ριζωμένη την ευχή «στην πέτρα να φυτρώνει».
Να πιουν οι νιοι, να πιουν οι νιες κι απ’ τη δική σου χάρη
«να πιει κι ο γέρος μια σταλιά να γίνει παλικάρι».
Στον Αϊσωτήρα, νιόβγαλτο τσαμπί, σε λειτουργήσαν.
Κοπέλες ασπρομάντιλες με γέλια σε τρυγήσαν.
Στα πατητήρια της χαράς λεβέντες σε πατήσαν.
Βούλες εφτά σε σφράγισαν κι εφτά καημοί σε κλείσαν.
Κοπιάστε φίλοι και δικοί -μεταλαβιά η σταλίτσα-
να σας κεράσω απ’ το κρασί που στείλαν απ’ τη Ζίτσα.
Μέσα στα φύλλα της καρδιάς, φίλτρα θα στάξει, μάγια.
Θα στρώσει και του γυρισμού το δρόμο με τα βάγια,
ρουμπίνι πεντακάθαρο του τόπου μου τ’ ανάμα.
Σταγόνα τρέμω μη χυθεί σαν αγιασμένο τάμα.
Μόνο στην κούπα της ψυχής και του καημού τ’ αδειάζω.
... Καλοί μου, συμπαθάτε με, για τούτα π’ αραδιάζω.
Παράξενα με βλέπετε, δύσκολα τα ξηγάτε,
ξενοτοπίτες είσαστε και δεν πολυγροικάτε,
κι εγώ παραλοΐστηκα κι άλλα αντί άλλα λέω
μέθυσα ακόμα πριν το πιω και μια γελώ μια κλαίω.
Χρυσάνθη Ζιτσαία, Λυρικοί δρόμοι
(1955)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου