Πέμπτη 31 Μαρτίου 2022

Θυμάμαι... Τάκης Χατζηαναγνώστου

Gül Yıldız

 

Θυμάμαι που κάποτε με κοίταζες στα μάτια

κ’ έπαιζ’ ο κόσμος μέσα μου σαν ουρανός με τ’ άστρα,

κ’ έπαιζε η θάλασσα σκοπούς, κ’ οι μυγδαλιές μεθούσαν,

κ’ ένα μικρούλι σύννεφο ταξίδευε κ’ εγέλα!..

Τάκης Χατζηαναγνώστου, Τομές, 1952 

(Ανθ. Η.&Ρ. Αποστολίδη)


Τρίτη 29 Μαρτίου 2022

Όλα τα χρόνια που έλειπα... Νικηφόρος Βρεττάκος

Josephine Sacabo

 

Όλα τα χρνια που έλειπα, ξρεις, για σνα γριζα.

Έψαχνα το τριαντφυλλο να βρω, που άλλος καννας

δε θα μπορούσε να σου δσει. Τι βουν,

τι ερμους και τι θλασσες πρασα, τι βροχς

μου αυλκωσαν το μτωπο, τι αρμρες με παιδψαν,

ποτ κανες δε θα το μθει. Έστιψα την καρδι μου

σ’ ένα άγιο δισκοπτηρο κι απ κει μσα φτρωσε

το ωραίο αυτ τριαντφυλλο, το καθαρ

σαν της Λαμπρής το λυκαυγς. Βλτο στη ζνη,

στο στήθος σου ή τα μαλλι. Θα σου πηγανει

όπως πηγανει κθε πρω στον κσμο ο ήλιος.

Νικηφόρος Βρεττάκος, Ο χρόνος και το ποτάμι, εκδ. Δίφρος 1957


Κυριακή 27 Μαρτίου 2022

Τα φιλιά... Ιωάννης Πολέμης

Γιάννης Μόραλης, Ζευγάρι, 1963

 

Για τα προικιά της δεύτερης την πρώτη αγάπη αρνιέται

κι'εκείνη κλαίει και δέρνεται, μα δεν παραπονιέται.

Κόρη, μη τόσο θλίβεσαι,κόρη, μην κλαις του κάκου,

μα σφίξε την καρδούλα σου, δέσε το νου σου κι' άκου:

Φτωχούλα εσύ, φτωχός εγώ, πώς να σε κάνω ταίρι;

Εκείνη π'αρραβώνιασα γεμάτο έχει κεμέρι

κι' όταν δική μου θα γενεί μ'όλο το βιος της πόχει,

θέλεις χωράφια; δίνω σου, θέλεις χιλιάδες;

                                                                         Όχι!


Μηδέ χωράφια θέλω εγώ μηδέ και τα φλωριά της,

σκλάβα η καρδιά μου αλύτρωτη ζητάει τη λευθεριά της...

Απ'τη στιγμή που μου' λαχεν εσένα ν'αγαπήσω,

όσα φιλάκια σου 'δωκα, να μου τα δώσεις πίσω.

Μετά χαράς σου κόρη μου, κι'αν τάχεις μετρημένα,

λογάριαζέ τα παίρνοντας να μη σου λείψει ούτ'ένα.


Κολλά τα χείλη κι' αρχινά πρώτο φιλί να δίνει

και λαχταρά για δεύτερο και κοκκινίζει εκείνη.

Και πάλι την ξαναφιλεί και λέει στο τρίτο απάνω:

Κόρη μου, τ'άλλα τα κρατώ και ταίρι μου σε κάνω.  

Ιωάννης Πολέμης, Ανθ. Ποιήσεως Μιχ. Περάνθη


Παρασκευή 25 Μαρτίου 2022

Κανάρης... Αλέξανδρος Πάλλης

Νικηφόρος Λύτρας

 

Όλη η βουλή των προεστών, στο μώλο συναγμένη,

είπε πως όξω στη στεριά τους Τούρκους θα προσμέν.

Τότε έβγαλα το φέσι

και να μιλήσω θάρρεψα, προβάλλοντας στη μέση:

–Τίποτα, αρχόντοι, δε φελάει..- μονάχα το καράβι!..

Σα μ᾿ άκουσε ένα απ᾿ τα τρανά καλπάκια μας, ανάβει

και το φαρμάκι χύνει:

–Ποιος εναι αυτός, και πώς τον λεν, που συβουλές μας δίνει;


...Να τα Ψαρά πως χάθηκαν... Κ᾿ εγώ φωτιά στο χέρι

πήρα, και πέρα τράβηξα κατ της Χιός τα μέρη,

κ᾿ είπα απ κει-δε βάσταξα!-με χείλια πικραμένα:

–Να πως με λεν εμένα!

Αλέξανδρος Πάλλης, Ταμπουράς και Κόπανος.

(Ανθ.Η.&Ρ.Η Αποστολίδη)


Πέμπτη 24 Μαρτίου 2022

Βλέπω τα μάτια σου... Δημήτρης Π. Παπαδίτσας

Rimel Neffati

 

Ακούω το βήμα σου κ’ είναι σα ν’ ακούη κανείς να τρίζουν

οι ρίζες των πιο ψηλών δέντρων της γης· βλέπω τα μάτια σου

κ’είναι σαν να βλέπη κανείς τη νεότητα μέσα του…

Δημήτρης Π. Παπαδίτσας, Ποίηση 1


Τρίτη 22 Μαρτίου 2022

Τα έπιπλα... Ολυμπία Καράγιωργα

Aaron Hawks

 

Καλά πούναι τα έπιπλα

έτσι που κάθονται και μας κοιτάζουν

δίχως τρεμούλιασμα ελπίδας

δίχως κίνδυνο σκέψης…

Ολυμπία Καράγιωργα, Τα μεγάφωνα


Κυριακή 20 Μαρτίου 2022

Σατανική σύμπτωση... Κική Δημουλά

Peter Basch, 1950s

 

Η ανυπομονησία

η, καμμιά απολύτως, βιασύνη,

ο τρόπος του λέγειν,

ο τρόπος του σιωπάν,

η επιμονή,

η εύσχημη υποχωρητικότητα,

το ζωηρό ενδιαφέρον,

το ράθυμο ενδιαφέρον,

το αμέσως,

το κόμπιασμα,

το εξαρτάται απ’ τον καιρό,

το ασχέτως καιρού,

το πολύ επιθυμητό

το αξεκαθάριστα επιθυμητό

και το κατ’ ανάγκην

έχουν τον ίδιο ακριβώς κωδικό:

Αλήθεια, πότε θα σε δω;

Κική Δημουλά, Τα εύρετρα, εκδ. Ίκαρος

Διορθώσεις, ΜΗΝΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ τχ.21 

http://www.diorthoseis.eu


Σάββατο 19 Μαρτίου 2022

Ψυχή... Γιώργος Θέμελης

Sasha Anisimova, Kharkov

 

Έχουν ψυχή τα πράγματα

και τη γυρεύουν.

Γιώργος Θέμελης, περ. Τα Νέα Ελληνικά, τχ. 7, Ιούλιος 1966


Τετάρτη 16 Μαρτίου 2022

Μνήμη της μητέρας μου... Χρίστος Λάσκαρης

Suzanne Stein

 

Έρχεσαι απ' τα προχτές στα όνειρά μου:

πάνω σ' ένα κρεβάτι ν' αγωνίζεσαι.

Απόψε όμως,

καθόσουν έξω στην αυλή και μπάλωνες.

Κοιτούσα τα πληγιασμένα μπράτσα σου.

Είναι απ' τους ορούς, μου λες,

με βασανίσανε.

Χρίστος Λάσκαρης, Ποιήματα, εκδ.Γαβριηλίδη


Τρίτη 15 Μαρτίου 2022

Αντισυμβολικό... Πάρις Τακόπουλος

Giulio Romano

 

                                                                  Birth, and copulation, and death.

                                                                 That's all the facts when you come to brass tacks.

                                                                                         T. S. Eliot, Sweeney Agonistes


Αντισυμβολικό 

Η Γέννησις, η Συνουσία και ο Θάνατος,

κι ανάμεσά τους, η Ανάπτυξις κι η Ωριμότης·

ο κύκλος της ζωής με κέντρο τον Θεό

κι ακτίνα φωτεινή τον Άνθρωπο.

Μα στην περίπτωσή μας, δυστυχώς,

έγινε κάποιο λάθος, στη σειρά,

κι ήρθε δεύτερος ο θάνατος.

Ο κύκλος άλλαξε μορφή

κι έγινε πια ελλειπτικός και στην ουσία,

χωρίς τη Συνουσία, την Ανάπτυξη

και φυσικά την Ωριμότητα.

Και τώρα τι να κάνουμε; Να κλάψουμε;

Θά ‘τανε μάλλον αμαρτία και άσκοπο πολύ.

Ό,τι συμβαίνει σ’ ετούτη τη ζωή,

και τα καλά και τα κακά,

είν’ όλα φαινομενικά

κι έχουν καθένα το σκοπό τους…

Εάν τουλάχιστον το κλάμα μας

ήταν κι αυτό συμβολικό,

τότε μπορούσε να χρησίμευε

και να συμπλήρωνε τον κύκλο της Ζωής,

αν όχι πια με Συνουσία και Ανάπτυξη

με λίγη πάντως Ωριμότητα.

Πάρις Τακόπουλος, Τα ποιητικά, εκδ. Ποτάμος


Δευτέρα 14 Μαρτίου 2022

Πρόοδος... Άθως Δημουλάς

Harold Ross

 

Ως τώρα

στη μεγάλη συναυλία της ζωής

και του σύμπαντος

με δυσπιστία

προσερχόμουν.


Κ’ έδαπάνησα

την ικμάδα του πνεύματός μου,

του αδύναμου,

σε κριτική

άσκοπη,

σε κριτική

άγονη

των πάντων!..


Έσπατάλησα τον χρόνο μου,

τον πολύτιμο,

σε αναζήτηση

κενών,

σε παραφωνιών

ανίχνευση.


Εξασθένησα τις δυνάμεις μου,

τις λίγες,

σε βελτιώσεις

αχρείαστες,

σ’ ανώφελες

διορθώσεις…

Ως τώρα…

Τώρα όμως

μιας θαυμάσιας πείρας

είμαι κάτοχος.

Κι απολαμβάνω

τη μεγάλη συναυλία του σύμπαντως,

και της ζωής,

σαν τέλεια,

σα μοναδική,

σα να παίζεται

άψογα

για μένα μόνο.

Άθως Δημουλάς, Αυτή η πραγματικότητα και η άλλη, εκδ. Φέξης 1961 


Σάββατο 12 Μαρτίου 2022

Ένα σκυλὶ μέσα στη νύχτα... Γιάννης Ρίτσος

Sir Edwin Landseer 1837 

 

Είχε χάσει τον κύριό του,

είχε χάσει το νερό του, το σκουτέλι του, το λουρί του,

τον ίσκιο του κυρίου του στο πάτωμα,

τον τρόπο να κινεί την ουρά του, και κείνο τον αέρα

ανάμεσα στις δυο πόρτες του διαδρόμου πούκανε ένα ρεύμα φωτεινό τις                                                                                                                                       Κυριακς

κι ο αέρας φυσούσε το τρίχωμά του σαν κάποιος να το χτένιζε... Όλα τάχασε.                                                                                                                                       Τώρα

το μαλλί του πεσμένο, η ουρά του

λερωμένη, νεκρή. Τα δυο μεγάλα σκοτεινά του μάτια τσιμπλιασμένα... Γυρίζει,

οσμίζεται τον αέρα-που πήγε ο Κύριός του; και γιατί;.. Μια πελώρια απορία

κρέμεται στις αυλές, στους τοίχους των σπιτιών, στους ήχους των δρόμων,

όταν χτυπάει  το ρολόι της αγοράς. Και κείνο το σπίτι κλεισμένο.

μάντρα του ψηλή-απ που να μπει; Πώς τόκλεισαν απέξω; Προσβλέπει

με κουρασμένο φθόνο τα πουλιά· εκείνα

μπορούν και πηδούν πάνω απ' τη μάντρα

- ίσως και να τσιμπολογούν στην αυλή το δικό του σκουτέλι,

ίσως να μπαίνουν ακόμη και στο σπίτι

απ' την οπ της σόμπας, απ' τον καπνοδόχο ή απ' το σπασμένο τζάμι...


Οι πόρτες καρφωμένες σταυρωτά με σανίδια..- που πήγε ο Κύριός του;

Μπορεί να υπάρχει και να λείπει;.. Μπορεί να μην υπάρχει;..

Μέσα στο σπίτι θάναι ολόσωμη η οσμ του Κυρίου του!.. Γυρεύει

το ορισμένο χάδι, το ορισμένο πιάτο, το ορισμένο ακόμη λάχτισμα

απ’ τ’ ορισμένο πόδι, που ήταν μόνο γι' αυτόν κι όχι γι' άλλον..-

κ' ήταν  α τ ό,  και  υ π ή ρ χ ε!  Τώρα τι είναι; Πού είναι;.. Τώρα

γυρίζει μέσα στ' άσκοπο σα μια βρώμικη μαλλιαρή δυστυχία,

στέκει παράμερα περιμένοντας στις αυλς των ,άλλων σκυλιών

κάτι να φάει απ τα ξένα πιάτα,

ταπεινωμένο απ' την ίδια του την πείνα...


Κάποτε ψάχνει τους ντενεκέδες των σκουπιδιών μ' επιδειχτική βουλιμία

ανάμεσα στα φλούδια των ροδάκινων και τ' αποφάγια ζεσταμένα απ' τον ήλιο·                                                                                                                                    κάποτε

δείχνει τα δόντια του μ' ένα αδιάφορο μίσος·

κάποτε, τα λαμπρά μεσημέρια, κρεμάει τη γλώσσα του άτονη,

σα να κρεμάει την ψυχή του σαλιωμένη στο χείλος του γκρεμού·

κάποτε βαδίζει διψασμένο πλάι στο ρυάκι χωρίς να σκύψει να πιει,

κάποτε κοιτάει στο νερό τη μορφή του

λυπημένο απ' τη μεγάλη ερημιά των ματιών του...

Αν κάποιος

το  κοιτάξει μια στιγμή, αν απλώσει το χέρι του

να του χαϊδέψει το μπλεγμένο του τρίχωμα, εκείνο

γυρίζει αργά τη ράχη του και χάνεται κατ το λόφο...

Ίσως να κλαίει λίγο πιο πέρα

φοβισμένο μην προδώσει τον Κύριό του με το χάδι ενός άλλου

-με το χάδι που ζητάει, έστω ενς άλλου...

Τότε σκέφτεται

το άδειο του πιάτο στην αυλή, τον ίσκιο απ' το χέρι του Κυρίου του

πάνω στο τρίχωμά του, και μπορεί να κλάψει

μόνο για Κείνον και για τον εαυτό του...


Έτσι φεύγει μες στη νύχτα.

Πορεύεται αργά προς το θάνατο για να Τον συναντήσει...


Ένα δείλι παράξενο, πορτοκαλί και ρόδινο,

σταμάτησε μπρος στο κλεισμένο σπίτι... Μια συντροφιά χαρούμενη

κατέβηκε απ' τ' αμάξι, μπρος στη μάντρα...

Τα μάτια του ξανθου αγοριού μοιάζαν με του Κυρίου του...

Στάθηκε...

Οι νέοι το κοίταξαν...

Σάλεψε την ουρά του. Στάθηκε...

Οι νέες το χάιδεψαν...

Εκείνο μάντεψε... Στάθηκε...

Του δέσαν στην ουρά ένα ντενεκέ... Στάθηκε...

Ύστερα μάκρυνε, ακούγοντας πίσω του τον κρότο του ντενεκέ πάνω στις                                                                                                                                      πέτρες

- καθόλου λυπημένο το σκυλί, καθόλου οργισμένο

μ' αυτή την ευτυχία της τιμωρίας για την πρώτη προδοσία του.

Αυτός κρότος, σ' όλη του την ειλικρίνεια,

θα ειδοποιούσε τον Κύριό του..-

κ' ίσως, μια μέρα, να Τον συναντούσε...


Δεν το συνάντησες ποτέ σου αυτό το σκυλί, με τα πελώρια σκοτεινά μάτια,

με το ψόφιο μαδημένο τρίχωμα, να οσμίζεται τ' απογεύματα τη θάλασσα,

να οσμίζεται ένοχα τα ρούχα των κολυμβητών αφημένα στην αμμουδιά,

ή τα γδαρμένα σφάγια στα τσιγγέλια της αγοράς,

ή κάποτε τα διάφανα πατήματα των άστρων στον αέρα;.. Δεν το 'δες;..


Είδες τουλάχιστον το σπίτι με τις καρφωμένες πόρτες;

Τη στέρνα με τα σάπια φύλλα; Το ετοιμόρροπο μπαλκόνι;

Την ψηλή μάντρα και την πιο ψηλή σιωπή, όταν νυχτώνει κι αρχίζει να φυσάει

αντιστρέφοντας τα δέντρα του κήπου με τις ρίζες τους στον αέρα

σαλεύοντας απελπισμένα σαν τα μαλλιά των φαντασμάτων

κι ακούγεται στον απέναντι λόφο ο κρότος του ντενεκέ μέσα στο δίβουλο                                                                                                                                        σκοτάδι

σημαδεύοντας την πορεία του σκυλιού μέσα στη νύχτα;..


Δεν το συνάντησες λοιπόν εκείνο το σκυλί;..

Ε υ τ υ χ ι σ μ έ ν ο,  σου λέω·

με μια σιωπηλή περηφάνεια και σεμνότητα,

μοναχικό και πληγωμένο, σχεδόν νέο,

με  τρίχωμα πάλι στιλπνό, ζωντανεμένο,

μεταφέροντας την εικόνα του Κυρίου του μέσα στα μάτια του,

προβάλλοντας την εικόνα του Κυρίου του πάνω στα πράγματα, α ν α γ ν ω ρ ί -                                                                                                                   ζο ν τ ά ς  Τ ο ν, 

στις πέτρες, στις κλεισμένες πόρτες, στα παράθυρα, στα φύλλα,

στα βήματα των βραδινών περιπατητών, που μήτε το προσέχουν…

Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα 1930-1960

(Ανθ. Η.&Ρ. Αποστολίδη)