|
Sir Edwin Landseer 1837 |
Είχε χάσει τον κύριό του,
είχε χάσει το
νερό του, το σκουτέλι του, το λουρί του,
τον ίσκιο του κυρίου του στο πάτωμα,
τον
τρόπο να κινεί την ουρά του, και κείνο τον αέρα
ανάμεσα στις δυο πόρτες του
διαδρόμου πούκανε ένα ρεύμα φωτεινό τις Κυριακὲς
κι ο αέρας φυσούσε
το τρίχωμά του σαν κάποιος να το χτένιζε... Όλα τάχασε. Τώρα
το μαλλί του
πεσμένο, η ουρά του
λερωμένη, νεκρή. Τα δυο μεγάλα σκοτεινά του μάτια
τσιμπλιασμένα... Γυρίζει,
οσμίζεται τον αέρα-που πήγε ο Κύριός του; και
γιατί;.. Μια πελώρια απορία
κρέμεται στις αυλές, στους τοίχους των σπιτιών,
στους ήχους των δρόμων,
όταν χτυπάει το
ρολόι της αγοράς. Και κείνο το σπίτι κλεισμένο.
Ἡ μάντρα του ψηλή-απὸ που να μπει; Πώς
τόκλεισαν απέξω; Προσβλέπει
με κουρασμένο φθόνο τα πουλιά· εκείνα
μπορούν και πηδούν πάνω απ' τη μάντρα
- ίσως και
να τσιμπολογούν στην αυλή το δικό του σκουτέλι,
ίσως να μπαίνουν ακόμη και στο
σπίτι
απ' την οπὴ της σόμπας, απ' τον καπνοδόχο ή απ' το σπασμένο τζάμι...
Οι
πόρτες καρφωμένες σταυρωτά με σανίδια..- που πήγε ο Κύριός του;
Μπορεί να
υπάρχει και να λείπει;.. Μπορεί να μην υπάρχει;..
Μέσα στο σπίτι θάναι ολόσωμη
η οσμὴ
του Κυρίου του!.. Γυρεύει
το ορισμένο χάδι, το ορισμένο πιάτο, το ορισμένο
ακόμη λάχτισμα
απ’ τ’ ορισμένο πόδι, που ήταν μόνο γι' αυτόν κι όχι γι'
άλλον..-
κ' ήταν α ὐ τ ό, και υ π
ή ρ χ ε! Τώρα τι είναι; Πού είναι;..
Τώρα
γυρίζει μέσα στ' άσκοπο σα μια βρώμικη μαλλιαρή δυστυχία,
στέκει παράμερα
περιμένοντας στις αυλὲς των ,άλλων σκυλιών
κάτι να φάει απὸ τα ξένα πιάτα,
ταπεινωμένο
απ' την ίδια του την πείνα...
Κάποτε ψάχνει τους ντενεκέδες των σκουπιδιών μ'
επιδειχτική βουλιμία
ανάμεσα στα φλούδια των ροδάκινων και τ' αποφάγια
ζεσταμένα απ' τον ήλιο· κάποτε
δείχνει τα δόντια του μ' ένα αδιάφορο μίσος·
κάποτε, τα λαμπρά μεσημέρια, κρεμάει τη γλώσσα του άτονη,
σα
να κρεμάει την ψυχή του σαλιωμένη στο χείλος του γκρεμού·
κάποτε βαδίζει διψασμένο πλάι στο ρυάκι χωρίς να σκύψει
να πιει,
κάποτε κοιτάει στο νερό τη μορφή του
λυπημένο απ' τη μεγάλη ερημιά των
ματιών του...
Αν κάποιος
το κοιτάξει μια
στιγμή, αν απλώσει το χέρι του
να του χαϊδέψει το μπλεγμένο του τρίχωμα,
εκείνο
γυρίζει αργά τη ράχη του και χάνεται κατὰ το λόφο...
Ίσως να
κλαίει λίγο πιο πέρα
φοβισμένο μην προδώσει τον Κύριό του με το χάδι ενός
άλλου
-με το χάδι που ζητάει, έστω ενὸς άλλου...
Τότε σκέφτεται
το άδειο του πιάτο στην αυλή,
τον ίσκιο απ' το χέρι του Κυρίου του
πάνω στο τρίχωμά του, και μπορεί να
κλάψει
μόνο για Κείνον και για τον εαυτό του...
Έτσι φεύγει μες στη νύχτα.
Πορεύεται
αργά προς το θάνατο για να Τον συναντήσει...
Ένα δείλι παράξενο, πορτοκαλί και
ρόδινο,
σταμάτησε μπρος στο κλεισμένο σπίτι... Μια συντροφιά χαρούμενη
κατέβηκε
απ' τ' αμάξι, μπρος στη μάντρα...
Τα μάτια του ξανθου αγοριού μοιάζαν με του
Κυρίου του...
Στάθηκε...
Οι νέοι το κοίταξαν...
Σάλεψε την ουρά του.
Στάθηκε...
Οι νέες το χάιδεψαν...
Εκείνο μάντεψε... Στάθηκε...
Του δέσαν στην
ουρά ένα ντενεκέ... Στάθηκε...
Ύστερα μάκρυνε, ακούγοντας πίσω του τον κρότο
του ντενεκέ πάνω στις πέτρες
- καθόλου λυπημένο το σκυλί, καθόλου οργισμένο
μ'
αυτή την ευτυχία της τιμωρίας για την πρώτη προδοσία του.
Αυτός ὁ κρότος, σ' όλη του
την ειλικρίνεια,
θα ειδοποιούσε τον Κύριό του..-
κ' ίσως, μια μέρα, να Τον
συναντούσε...
Δεν το συνάντησες ποτέ σου αυτό το σκυλί, με τα πελώρια σκοτεινά
μάτια,
με το ψόφιο μαδημένο τρίχωμα, να οσμίζεται τ' απογεύματα τη θάλασσα,
να
οσμίζεται ένοχα τα ρούχα των κολυμβητών αφημένα στην αμμουδιά,
ή τα γδαρμένα σφάγια
στα τσιγγέλια της αγοράς,
ή κάποτε τα διάφανα πατήματα των άστρων στον αέρα;..
Δεν το 'δες;..
Είδες τουλάχιστον το σπίτι με τις καρφωμένες πόρτες;
Τη στέρνα
με τα σάπια φύλλα; Το ετοιμόρροπο μπαλκόνι;
Την ψηλή μάντρα και την πιο ψηλή
σιωπή, όταν νυχτώνει κι αρχίζει να φυσάει
αντιστρέφοντας τα δέντρα του κήπου με
τις ρίζες τους στον αέρα
σαλεύοντας απελπισμένα σαν τα μαλλιά των φαντασμάτων
κι
ακούγεται στον απέναντι λόφο ο κρότος του ντενεκέ μέσα στο δίβουλο σκοτάδι
σημαδεύοντας
την πορεία του σκυλιού μέσα στη νύχτα;..
Δεν το συνάντησες λοιπόν εκείνο το
σκυλί;..
Ε υ τ υ χ ι σ μ έ ν ο, σου λέω·
με μια σιωπηλή περηφάνεια και σεμνότητα,
μοναχικό και
πληγωμένο, σχεδόν νέο,
με τρίχωμα πάλι
στιλπνό, ζωντανεμένο,
μεταφέροντας την εικόνα του Κυρίου του μέσα στα μάτια
του,
προβάλλοντας την εικόνα του Κυρίου του πάνω στα πράγματα, α ν α γ ν ω ρ ί - ζο ν τ ά ς Τ ο ν,
στις πέτρες, στις κλεισμένες πόρτες,
στα παράθυρα, στα φύλλα,
στα βήματα των βραδινών περιπατητών, που μήτε το
προσέχουν…
Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα
1930-1960
(Ανθ. Η.&Ρ. Αποστολίδη)