Salvador Dali |
Η κόρη της σπιτονοικοκυράς μου
κάνει το μπάνιο της· ίσως να νόμισε καλύτερο
(και δεν την αδικώ)
να περάσει σαν πλεούμενο στον καινούριο χρόνο.
Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Β', εκδ. Ίκαρος.
Arthur Singer, flying flamingos |
Ό,τι πολύ αγάπησες σου μένει
τα υπόλοιπα σαβούρα
Ό,τι πολύ αγάπησες δεν θα το στερηθείς
Ό,τι πολύ αγάπησες το αληθινό σου μέρισμα
κληρονομιά ενός κόσμου, δικού μου και δικού τους
ή μήπως κανενός;
[…]
Τέλειωνε πια μ' αυτήν την ματαιοδοξία, δεν έπλασε ο άνθρωπος
την τόλμη και την δύναμη, δεν έπλασε την τάξη ο άνθρωπος την χάρη,
Τέλειωνε πια μ' αυτήν την ματαιοδοξία, τέλειωνε λέω
Μάθε απ' το πράσινο του κόσμου την θέση σου στην κλίμακα
της δημιουργίας ή της γνήσιας καλλιτεχνίας
[…]
Τέλειωνε πια μ' αυτήν την ματαιοδοξία
Βρώμα φρικτή το μίσος σου
και τρέφεται με ψέμα
Τέλειωνε πια μ' αυτήν την ματαιοδοξία
Άμε, ταχιά και τέλειωνε, τσιγκούνης στην αγάπη, ναι
μα τέλειωνε μ' αυτήν την ματαιοδοξία,
τέλειωνε λέω
Να πράξεις, άπρακτος μην μείνεις˙
[…]
μια ζωντανή παράδοση ν' αδράξεις
σε μια ματιά σοφή γριά ματιά την φλόγα την αιώνια
όχι αυτό δεν είναι δα και ματαιοδοξία
Το λάθος βρίσκεται σ' εκείνο,
που δεν πραγματοποίησες, το λάθος όλο σε μιαν απόφαση που δεν την πήρες
και τρέκλισε η απόφαση...
Ezra
Pound, "Canto
LXXXI", μτφρ.: Γιώργος Μπλάνας
Oamul (Lu Mao) |
Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα,
τώρα Χριστός γεννιέται-
κι οπόχει μάνα κίνησε
κι όλον τον κόσμο αρνιέται!
Στο παραγώνι του τζακιού
μια θέση που ήταν άδεια,
ευκές και γέλοια γέμισε
και στρώθηκε με χάδια!
Κ’ η Παναγιά, απ’ το κόνισμα,
σα σπιτικιά χαιρόταν,
σα μάνα καλοσώριζε-
σαν στον καιρό της, όταν…
Αθανάσιος Κυριαζής, Τα
ρουμελιώτικα, εκδ. Ερμής 1928
Caravaggio |
Κρύο ταξίδι κάναμε...
Η χειρότερη εποχή του χρόνου για ταξίδι.
Και τι μακρύ ταξίδι...
Οι δρόμοι αδιάβατοι, ο καιρός αψύς,
στην καρδιά του χειμώνα.
Και οι γκαμήλες ταλαίπωρες, κουτσές, δύστροπες,
έπεφταν κάτω στο λιωμένο χιόνι.
Ήταν φορές που νοσταλγήσαμε
τα καλοκαιρινά παλάτια στις πλαγιές,
τα περιβόλια, τα μεταξένια κορίτσια
που μας έφερναν δροσιστικά.
Και οι αγωγιάτες έβριζαν, γκρίνιαζαν
και φεύγανε κρυφά για το κρασί και για το γλέντι.
Και οι φωτιές σβηστές, κι ούτε μια σκέπη.
Οι πόλεις εχθρικές και τα
χωριά αφιλόξενα, τα σπίτια βρώμικα, μας έκλεβαν στο νοίκι.
Σκληρό ταξίδι κάναμε...
Στο τέλος προτιμούσαμε να ταξιδεύουμε όλη νύχτα
και να κοιμόμαστε κλεφτά.
Και οι φωνές στ’ αυτιά μας τραγουδούσαν
κι έλεγαν πως όλα αυτά ήταν τρέλες.
Το ξημέρωμα φτάσαμε σε μια ήμερη πεδιάδα,
χλωρή, βρεμμένη, παρακάτω από τα χιόνια,
μ’ ένα ρυάκι που έτρεχε κι έναν νερόμυλο
που χτυπούσε στο σκοτάδι
και τρία δέντρα στον χαμηλωμένον ουρανό
κι ένα άσπρο, γέρικο άλογο που κάλπαζε μες στο λειβάδι.
Ύστερα φτάσαμε σε μια ταβέρνα
που την ίσκιωνε κληματαριά.
Έξι χέρια σε μια ανοιχτή πόρτα που γύρευε ασήμι
και πόδια που κλωτσούσαν τ’ άδεια ασκιά.
Μα κανένας δεν ήξερε τίποτα...
Έτσι τραβήξαμε και φτάσαμε νύχτα,
την τελευταία ώρα βρήκαμε τον τόπο,
και ήταν, θα `λεγε κανείς, επιτυχία.
Αυτά είναι όλα παλαιές ιστορίες,
παλαιές αναμνήσεις
και θα πήγαινα ξανά.
Μα ένα δεν ξέρω, ένα δεν ξέρω...
Κάναμε τόσον δρόμο για γέννα ή θάνατο;
Βρήκαμε μια γέννα, αυτό είναι σίγουρο,
άλλωστε ήξερα να ξεχωρίζω.
Μα πίστευα πως ήτανε άλλο πράμα.
Ήταν η γέννηση τούτη σκληρή, πικρή αγωνία σαν θάνατος.
Σαν το δικό μας θάνατο.
Γυρίσαμε στα παλάτια μας,
σε τούτα τα βασίλεια,
όχι πια βολεμένοι στα παλιά προνόμια.
Μ’ έναν ξένο λαό που λάτρευε τα είδωλά του.
Θα προτιμούσα άλλον έναν τέτοιο θάνατο.
Thomas S. Eliot, Ποιήματα του Άριελ
Jeanloup Sieff, Κωνσταντινούπολις 1959 |
Δος ημίν σήμερον τον άρτον τον επιούσιον
Κύριε συγχώρεσέ μας, αλλάξαμε γνώμη:
Όχι σήμερον
καλύτερα δος ημίν αύριο,
πέρασε κιόλας η σημερινή μέρα,
άλλωστε το κάθε σήμερον
είναι τόσο πολυάσχολα θνητό.
Κική Δημουλά, Τα εύρετρα
Διορθώσεις, ΜΗΝΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ τχ. 21
https://diorthoseis.eu/
Noemie Merlant in Portrait Of A Lady On Fire |
λαίλαπες κι άγριες σπηλιάδες
σιμά στο τζάκι.
Πες μου με χίλια στόματα
των φίλων μας τα ονόματα
σιμά στο τζάκι.
Πλήθος οι σκιές κι οι φλόγες
πως γλιστρούνε σαν πιρόγες
σιμά στο τζάκι.
Νίκος
Σπάνιας, Το μαύρο γάλα της αυγής,
εκδ. Οδός Πανός 1987
Τάσος Κουτσιάφτης |
Το πήραν απόφαση.
Κι αποφάσισαν να το πουλήσουν.
Γκρέμιζε λέει έτσι απεριποίητο.
Ύστερα ήταν και το δάνειο.
Κι εγώ θυμόμουν
που τάιζα τη Μπλάκυ στο στόμα.
Και που έβαζα τις κοτούλες δυο δυο
λιπόθυμες κάτω απ’ τη βρύση
όταν έπιασε εκείνος ο λίβας.
Και θυμόμουν τις λεμονιές
με τις πράσινές τους βελόνες
και τις αμυγδαλιές
με τα άγουρα ακόμη αμύγδαλα.
Τις Πασχαλιές τις Κυριακάτικες εκδρομές
το γόνατό μου ανοιγμένο
και τη γιαγιά να το πασπαλίζει σουλφαμιδόσκονη.
Και θυμόμουν τον παππού
να πίνει το ουζάκι του στον ίσκιο
και να του φέρνω δροσερό νερό.
Και μας θυμόμουν όλους
μαζεμένους στη βεράντα
τη μέρα των γενεθλίων μου.
Κι είπα: «πουλήστε το»
Ντέμης Κωνσταντινίδης
https://skorpieslekseis.blogspot.com/
Monica Bellucci in Malena |
Όπως πετούσε και το τελευταίο ρούχο
στην καρέκλα κι έμενε γυμνή,
θέ’ μου, πόσο ήταν όμορφη!
Σαν ένα φωτισμένο δέντρο
μιά παλιά νύχτα των Χριστουγέννων – θυμάσαι;..
Άλλαζε μονομιάς και γίνονταν
μιά ηλιόλουστη αστραφτερή κληματαριά,
που τυλιγόταν και σφιγγόταν πάνω σου,
γιατί φυσούσε δυνατά στην κάμαρα
και παράσερνε τα σεντόνια και τη μνήμη,
ώσπου μιά καταιγίδα από κραυγές,
άστρα, παπαρούνες και φιλιά
ξέσπαγε ασυγκράτητη σαρώνοντας το χρόνο!..
Ύστερα θύμιζε τις χαμηλές
λαχανιασμένες φωτιές, τη νύχτα τ’ άι – Γιαννιού,
που σβήνουν σιγά,
μ’ ένα λόξυγγα από μικρές αναλαμπές,
αφήνοντας λίγη στάχτη στη γεύση
και μιά παράξενη θέρμη στα βλέφαρα,
και λίγη κούραση απ’ τα τόσα τραγούδια
και τα καρδιοχτύπια και τα προγνωστικά
που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ τους...
Τάσος Λειβαδίτης, Συμφωνία
αρ. 1, Κέδρος, 1957
Ute Scherhag |
Τι απόμεινε από αυτό το καλοκαίρι;
Τώρα κλειδώνεσαι από νωρίς στο σπίτι
και φυτρώνεις πίσω από το δρύινο τραπέζι
διαβάζοντας τ’ αγαπημένα σου βιβλία.
Πώς θα σου εξηγήσω
γιατί δε φύλαξα ακόμα τη πετσέτα με την άμμο
που κρύφτηκε απάνω της
σε κείνο το τελευταίο μπάνιο μας.
Δε θέλω να την πλύνω
να μη χαθεί η άμμος
κι ύστερα δεν θα μπορώ να μυρίζω το φως
που σύρθηκε σ’ αυτους τους κόκκους
που τώρα έχεις ξεχάσει
κι ανάβεις το φως από νωρίς
τάχα πως μίκρυναν οι μέρες.
Τι απόμεινε από αυτό το καλοκαίρι;
Λεωνίδας Κακάρογλου, περ. Πλανόδιον, τχ. 12
The Lighthouse (2019) Dir. Robert Eggers |
Πέρασαν πια τα τρομερά καλοκαίρια. Όπου να ’ναι
θα μας αφήσει και το φθινόπωρο.
Φτάνει ο χειμώνας. Μη φοβάσαι.
Η πιο καλή εποχή του χρόνου είναι ο χειμώνας
-τί καλά-
μια γενική συστολή,
μια επιστροφή στο κέντρο του εαυτού μας,
συγκέντρωση, πύκνωση και σμίκρυνση
ώς την πλήρη εξαφάνιση του σπόρου
μες στη μοίρα του ψύχους,
…
Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα, Τέταρτη
διάσταση (1956–1972), έκδ. Κέδρος.