Laura Makabresku |
Άκου έν’ όνειρο, ψυχή μου,
και της ομορφιάς θεά·
μου εφαινότουν οπώς ήμουν
μετ’ εσένα μία νυχτιά.
Σ’ ένα ωραίο περιβολάκι
περπατούσαμε μαζί·
όλα ελάμπανε τ’ αστέρια
και τα κοίταζες εσύ.
Εγώ στόλεα: Πέστε, αστέρια,
είν’ κανέν’ από τ’ εσάς,
που να λάμπει από ’κει απάνου
σαν τα μάτια της κυράς;
Πέστε αν είδετε ποτέ σας
σ’ άλλη τέτοια ωραία μαλλιά,
τέτοιο χέρι, τέτοιο πόδι,
τέτοια αγγελική θωριά;
Τέτοιο σώμα ωραίον οπ’ όποιος
το κοιτάζει ευθύς ρωτά:
Αν είν’ άγγελος εκείνος,
πώς δεν έχει τα φτερά;
Ότι είπα αυτά τα λόγια,
μου εφανήκανε ομπρός
άλλες κόρες στολισμένες
με του φεγγαριού το φως.
Εχορεύανε πιασμένες
απ’ τα χέρια τα λευκά,
κι όλες τους επολεμούσαν
να μου πάρουν την καρδιά.
Τότε άκουσα το χείλι
το δικό σου να μου πει:
Πώς σου φαίνονται; Και σου ’πα:
Είναι άσχημες πολύ.
Εσύ έκαμες ετότες
γέλιο τόσο αγγελικό,
που μου φάνηκε πως είδα
ανοιχτό τον ουρανό.
Και παράμερα σ’ επήρα
εισέ μία τρανταφυλλιά
κι έπεσά σου αγάλι αγάλι
στην ολόλευκη αγκαλιά.
Κάθε φίλημα, ψυχή μου,
οπού μόδινες γλυκά,
εξεφύτρωνε άλλο ρόδο
από την τρανταφυλλιά.
Όλη νύχτα εξεφυτρώσαν,
ώς οπού ’λαμψεν η αυγή,
που μας ηύρε και τους δυο μας
με την όψη μας χλωμή.
Τούτο είν’ τ’ όνειρο, ψυχή μου·
τώρα στέκεται εις εσέ
να το κάμεις ν’ αληθέψει
και να θυμηθείς για με.
Διονύσιος
Σολωμός, Άπαντα, εκδ. Ίκαρος 1993
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου