David Dubnitskiy |
Εδώ η ζωή απλώνονταν καμπίσια.
Πατήσαμε στράτες για τη θάλασσα, στράτες για τα βουνά,
στήσαμε σπίτια από πλίθα κι άχυρο, με μεγάλα παράθυρα,
μπιστευτήκαμε το γιό μας στον άνεμο
και σκύψαμε στη γης, μετρώντας ρίζες και σπόρους.
Οι πεθυμιές μας δεν ξεπερνούσαν τα μπόγια των σταχιών
και στις κορφές των βράχων μαζώνονταν τα όνειρα,
έτσι που τα βράδια μας κυλούσαν ζεστά, φαμιλίσια,
μαντεύοντας απ’ τ’ άστρα τον αυριανό καιρό…
Πέρασ’ ο κάμπος απ’ τα μάτια μας και γιόμωσε σπαρτά,
πέρασ’ η νύχτα απ’ τα χέρια μας και γιόμωσε πρωί,
πέρασ’ η γης από το σώμα μας
κ’ ήρθανε θεριστάδες, κ’ ήρθανε χτιστάδες,
κ΄ήρθαν λιγερές, μ’ αγκαλιές τ’ αγγόνια!
Εδώ η ζωή απλώνονταν τραγούδι,
κι όντας μεθούσε κι ο ουρανός στις γιορτινές τις μέρες,
έντυν’ αντάμα τα βουνά σαν λαμπροκόριτσα,
κ’ έρχοντάν τσελιγγάδες στους ώμους με τις γκλίτσες,
κ’ έρχονταν νιές, κ’ έρχονταν νιοί,
κ’ έρχονταν μια χαρούμενη μ’ αντίς μαλλιά λουλούδια,
που κράταγε στο βήμα της μιλιάν απ’ τις νεράιδες,
που κράταγε στις δίπλες της των αμπελιών τη ζάλη,
κι όποιον κοιτούσε νύσταζε,
κι όποιον φιλούσε ζήταγε τον χάρο να παλαίψει,
κι άμα σε γλυκοπλάγιαζε
στη νύχτα μέτραγες τ’ αστέρια για παιδιά σου.
Γιώργος Γαβαλάς, Ζωγραφιές από το μακρυνό δάσος, 1949
(Ανθολογία Η.&Ρ. Αποστολίδη)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου