Γιώργος Δεπόλλας |
Πυρόξανθος ήλιος, μαστιγοφόρος, ανέμιζε
τη σημαία της νίκης.
Ιδού ο κόσμος μου, έλεγε και τα χόρτα κιτρίνισαν.
Τα
στάχυα έγειραν κι ετοιμάστηκαν για θέρισμα.
Ώρα της πληρωμής και του θέρου, ώρα
της απολαβής
οι άντρες άνοιξαν το πουκάμισο
τα κορίτσια κιτρίνισαν και τρύγησαν
με τα μάτια
-όσα ο νους τους μπόρεσε-
κιτρινισμένα όνειρα του Ιούλη, που
στέρεψε
ξανθιές αναμνήσεις μιας άλλης εποχής.
Χορταριασμένα τα χωράφια,
περιμένουν τον θέρο
χορταριασμένες σκέψεις περιμένουν αμόλυντες
χορταριασμένοι
οι κόρφοι των γυναικών
περιμένουν δραγάτη που θα τρυγήσει καρπούς
κι οι μήνες
ατρύγητοι διαβαίνουν
παράσταση κι αγώνας, για το μεγάλο θέατρο της ζωής.
Μιλούσε
ο ήλιος τη γλώσσα μας
και εμείς απαντούσαμε με νοήματα
οι πέτρες, σιωπηλές και
άγριες.
Το χόρτο καμένο, τα τζιτζίκια, απτόητα
τραγουδούσαν στο κάμα του
μεσημεριού.
Το καλοκαίρι μας μιλούσε με γεύσεις
σταφύλι ατρύγητο, ο πόθος.
Το
καλοκαίρι μας μιλούσε με ήχους.
Άλλαξε το χρώμα μας, πήραμε το χρώμα του ήλιου
και
διψασμένοι τραβήξαμε τον κατήφορο
το καλοκαίρι μας μιλούσε με χρώμα.
Οι άνθρωποι
σώπασαν, έκλεισαν τα μάτια
ακουρμάστηκαν τη φύση, θυμήθηκαν την ανθρωπιά
που
είχαν χάσει. Ατρύγητο σταφύλι η μνήμη
κι η πολιτεία μεθυσμένη, από συμφέρον και
μικρότητες!
Καλοκαίρι αφημένο στου βοριά το μελτέμι.
Πέτρινο θέατρο, στην αγκάλη
του ήλιου.
Πέτρινα όνειρα, στην αγκάλη της νύχτας!
Γιάννης
Γερογιάννης, Αμαδρυάδα,
2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου