John Collier |
Γύρω μου ὁ δρόμος, πολυθόρυβος, βομβοῦσε.
Ψηλή, λεπτή, πενθοφορούσα,
ξαφνικά
πέρασε μιά γυναίκα. Μέ τό χέρι
της βαστοῦσε
τή δαντελένια της μπορντούρα ἀρχοντικά.
Σβέλτη, ἀεράτη, ἀγαλματένιο
πόδι ἁπλώνει.
Κι ἐγώ, βουβός, σάν ἀπό κόσμο μακρινό,
ἔπινα μές στό βλέμμα της, θολό σάν σκοτεινό οὐρανό,
τή γλύκα πού μεθάει, τήν ἡδονή πού μᾶς
σκοτώνει.
Ἄστραψε φῶς…
κι ἔπειτα ἡ
νύχτα! – Ὡραία
περαστική,
πού ἕνα σου βλέμμα μ’ ἔκανε ξάφνου νά ξαναζήσω,
μόνο στήν αἰωνιότητα πάλι θά σ’ ἀντικρίσω;
Ἀλλοῦ,
μακριά ἀπο δῶ! Πολύ ἀργά!
Κι ἴσως ποτέ!
Ποῦ πᾶς
δέν ξέρω, κι ἀγνοεῖς ποῦ
ὁ δρόμος θά μέ στρέψει,
ὦ ἐσύ
πού θ’ ἀγαποῦσα, ἐσύ
πού ἤδη τό ‘χες μαντέψει!
Charles Baudelaire, (1821-1867), «Άνθη του Κακού», 1857, μετ: Παναγιώτης Μουλλάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου