Rembrandt |
Οἱ βάρβαροι
Ἡ ἀρχαία Ρώμη εἶναι ὅλη ἀνάστατη. Φθάνουν οἱ βάρβαροι, οἱ κατακτητές. Ἡ ζωὴ σταμάτησε, πάγωσε. Ὅλοι μεῖναν ἀκίνητοι καὶ περιμένουν.
Γιατ’ εἶν’ ἀναμφίβολο ὅτι οἱ βάρβαροι φθάνουν καὶ τίποτε πιὰ δὲν ἔχει νόημα, ἐκτὸς ἀπ’ τὴν ἀναμονή τους.
Ἡ ἀγορὰ εἶναι γεμάτη, ἡ Σύγκλητος ἄπρακτη. Γιατί,
τί χρειάζονται οἱ νόμοι, ἀφοῦ οἱ βάρβαροι θὰ τοὺς καταργήσουν φέρνοντας τοὺς δικούς τους;
Ὁ αὐτοκράτορας
σηκώθηκε πρωί-πρωί, ντύθηκε τὰ καλά του καὶ στάθηκε ἐπίσημος στὸ θρόνο του, φορῶντας τὴν κορῶνα μπροστὰ στὴν πιό μεγάλη
πύλη τῆς πόλης. Γιατὶ περιμένει τὸν ἀρχηγὸ τῶν βαρβάρων καὶ θέλει νὰ τὸν ἐντυπωσιάσῃ, νὰ τὸν καλοπιάσῃ. Ἑτοίμασε καὶ μιὰ περγαμηνή, γεμάτη τίτλους.
Οἱ δύο ὕπατοι κ’ οἱ πραίτωρες βγῆκαν μὲ τὶς κεντημένες
τόγιες, τὶς ὁλοκόκκινες, φόρεσαν τὰ βραχιόλια τους, μὲ τοὺς ἀμέθυστους, τὰ δαχτυλίδια μὲ τὰ λαμπρὰ γιαλιστερὰ σμαράγδια, κρατοῦν στὰ χέρια τους πολύτιμα μπαστούνια ἀπὸ μάλαμα κι ἀσῆμι σκαλιγμένα.
Πρέπει, μὲ κάθε θυσία, νὰ ἐντυπωσιαστοῦν οἱ βάρβαροι, νὰ τὰ χάσουν καὶ μόνο μὲ τέτοια
πράγματα συγκινοῦνται αὐτοί.
Οἱ ρήτορες, ἀντίθετα,
σώπασαν. Ἐκεῖνοι ποὺ καθημερνὰ μιλοῦσαν κ’ ἔκαναν ἀναλύσεις γιὰ τὸ τί φταίει, τί
πρέπει νὰ γίνῃ. Ἐκεῖνοι ποὺ ἔλεγχαν τὸ δημόσιο βίο
καὶ τὸν κατεύθυναν. Ἐκεῖνοι ποὺ χάραζαν τὶς γραμμὲς κι ἄνοιγαν πρῶτα μὲ τὸ νοῦ τοὺς δρόμους σώπασαν. Γιατί, βέβαια, οἱ βάρβαροι αὐτὰ δὲν τὰ καταλαβαίνουν -τὰ βαριοῦνται!
Προετοιμασμένοι,
λοιπόν, καλά, περιμένουν. Κι ὡστόσο μιὰ ἄλλη ἀνησυχία διαπερνᾷ τοὺς πάντες. Τὰ πρόσωπα
σοβαρεύουν πολύ. Καὶ ξάφνου οἱ δρόμοι κ’ οἱ πλατεῖες ἀδειάζουν κι ὅλοι γυρίζουν στὰ σπίτια τους
συλλογισμένοι.
Νύχτωσε κι ὄχι μόνο δὲν ἦρθαν οἱ βάρβαροι, ἀλλὰ φτάσανε καὶ μερικοὶ ἀπ’ τὰ σύνορα καὶ βεβαίωσαν πὼς βάρβαροι δὲν ὑπάρχουν κἄν! Ὅλ’ ἡ ἑτοιμασία κ’ ἡ ἀναμονὴ ἔπεσε στὸ κενὸ καὶ τώρα στὴ σκέψη ξυπνάει
ἀμείλικτο τὸ ἐρώτημα: «τί θὰ γίνουμε χωρὶς βαρβάρους;» γιατί, ὅλ’ ἡ ζωή, τὸ μέλλον, εἶχε ἀπὸ πρὶν δοθεῖ σ’ αὐτούς. Πῶς τώρα θὰ συνέχιζαν νὰ ζοῦν χωρὶς ἐκείνους;
«Βάρβαροι»
εἶναι οἱ ἀδικαιολόγητοι φόβοι μας, οἱ ἀστήρικτες
πεποιθήσεις μας. Ὅ,τι μᾶς κλέβει τὸ παρὸν καὶ μᾶς καταστρέφει τὸ μέλλον. Ὅ,τι μᾶς παγώνει καὶ μᾶς καθηλώνει. Ὅ,τι μᾶς ἀποτρέπει ἀπ’ τὶς δικές μας σωστὲς
δραστηριότητες. Ὅ,τι μᾶς ἀπομακρίνει ἀπὸ τοὺς δικούς μας στόχους. Ὅ,τι μᾶς ἀλλοιώνει τὴ δική μας ζωή.
Ὅ,τι μᾶς κάνει νὰ ὑποκρινόμαστε,
νὰ φορᾶμε πλουμιστὰ ροῦχα, πλατειὰ χαμόγελα, ὡραῖες λέξεις ψεύτικες, μέχρι νὰ χάσουμε ὁριστικὰ τὴν ἀλήθεια μας. Ὅ,τι μᾶς προσφέρει ἕνα τάχα
«νόημα», μέχρι νὰ γελαστοῦμε καὶ νὰ χάσουμε τὸ ἀληθινὸ νόημα τῆς ζωῆς μας.
Χρειάζεται
προσοχή. Οἱ βάρβαροι δὲν ὑπάρχουν μὰ περιμένουν.
Κατερίνα Λιντζεράκη
http://www.diorthoseis.eu
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου