Salvatore Cascio & Philippe Noiret in Cinema Paradiso, 1988 |
Ω, τι όμορφα σαν σμίγουνε,
σαν αγαπιούνται οι ανθρώποι!
Φεγγοβολάνε οι ουρανοί,
μοσκοβολάνε οι τόποι!..
Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα 1930-1960
Όθων Γιαβόπουλος |
Τον Κίτσο τον επιάσανε και πά’ να τον κρεμάσουν·
χίλιοι τον πάν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω-
κι ολοξοπίσω πήγαινεν η δόλια τ’ η μανούλα:
–Κίτσο μου, πούναι τ΄άρματα, τα ‘ρημα τα τσαπράζια;
–Μάνα λωλή, μάνα τρελλή, μάνα ξεμυαλισμένη,
μάνα δεν κλαις τα νιάτα μου, δεν κλαις τη λεβεντιά μου,
μον’ κλαις τα ‘ρημα τ‘ άρματα, τα ‘ρημα τα τσαπράζια;..
Δημοτικό (Ανθ. Η.&Ρ. Αποστολίδη)
Τάσσος (Αλεβίζος Αναστάσιος), ξυλογραφία 1973 |
Θυμάσαι αγάπη μου…[]
Σου πήγαινε [] το κίτρινο φόρεμα.[]
Σου πήγαινε στο πρόσωπο ο ήλιος.[]
Έβαζα τα χέρια μου στις τσέπες-τα ξανάβγαζα.
Βαδίζαμε δίχως λέξη.
[] Τι να πει κανείς
όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός
και τα μάτια σου τόσο μεγάλα.
Ένα παιδί στη γωνιά τραγουδούσε τις λεμονάδες του.
Ήπιαμε μια στα δυο.
Κι αυτό το χελιδόνι
που πέρασε ξαφνικά πλάι στα μαλλιά σου!
Τι σου είπε;
Είναι τόσο όμορφα τα μαλλιά σου!
Δεν μπορεί· κάτι θα σου είπε!..
Τάσος Λειβαδίτης, Αυτό το
αστέρι είναι για όλους μας, εκδ. Μετρονόμος
Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας. Σέπια και κάρβουνο σε χαρτί, περ. 1957-1959 |
Στον Αϊ-Συμιό, στον πλάτανο, χοροί, τραγούδια, γκάιδες,
τσαπράζια και φλουριά.
Kαίνε τα φυλλοκάρδια τους θαλασσινές νεράιδες
για την παλικαριά.
Kι όπως λυγάει τ' ανάστημα και φλόγα καίει το βλέμμα,
καημός της γειτονιάς,
παλιό, Mεσολογγίτικο, έλεα ν' ανθίζεις, αίμα
στη φλέβα της γενιάς.
Αθανάσιος Κυριαζής, Στιγμές που Ζω,
Αθήνα 1921 (Χρυσούλας Σπυρέλη, Τα ποιήματα του Αθ. Γ. Κυριαζή, εκδ. Γαβριηλίδη 2007)
Τάσσος (Αλεβίζος Αναστάσιος), ξυλογραφία σε χαρτί. |
[]
…Ο ήλιος έγειρε και κλείνει
ένα γεμάτο μεροκάματο·
κοιτάς τον κι ανασαίνεις μ’ αλαφρή καρδιά
και παίρνεις το στρατί το μονοπάτι-
εβάσταξες και σήμερα τον κάματο και το λιοπύρι,
επήρες το ψωμί της αυριανής και το προσφάγι…
Ευλογημένη ας είναι η μαύρη σου ποδιά,
η ξέθωρη απ’ τον άσπρο ήλιο τ’ Αλωνάρη,
όπου σκεπάζει το ψωμί και τους καρπούς
που θ’ απλωθούνε στο τραπέζι μας το βράδι.
[]
Βικτωρία Θεοδώρου, Ποιήματα, 1957
Γιάννης Κρίκης |
Θα καρώ μοναχός
των θαλερών πραγμάτων
σεμνά θα υπηρετώ
την τάξη των πουλιών
[]
εικονίσματα θά
'χω τ' άχραντα κορίτσια
ντυμένα στου πελά
γους μόνο το λινό
θα δέομαι να πά
ρει της μυρτιάς το ένστικτο
η αγνότη μου
και τους μυώνες θηρίου.
[]
Ή θάναι αυτός
ο κόσμος ή δε θάναι!
Οδυσσέας Ελύτης, Το Άξιον εστί
(Ανθ. Η.&Ρ. Αποστολίδη)
φωτ. Ανδρέας Εμπειρίκος |
Αγαπάω τα μικρά ποιήματα, την ΙΟΝ αμυγδάλου,
τις Περιπέτειες του Τομ Σόγιερ, τη μηλόπιτα,
τις άκοπες σελίδες των βιβλίων, τα Playmobil,
τις αμυγδαλιές–ακόμη κι αν δεν είναι ανθισμένες-
τα σύννεφα, τις φυσαρμόνικες, τον Λουίς Μπουνιουέλ
ή το Τσούσκα εναντίον Gogito
τρώγοντας στο ξύλινο τραπέζι
ένα βαθύ πιάτο φασολάδα
κι έχοντας από δίπλα
μια κόκκινη καυτερή πιπεριά
που αστόχαστα δαγκώνεις,
δεν χρειάζεται και να σκεφτείς
για να ξέρεις ότι υπάρχεις.
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος, Τι κοιτάζει στ’
αλήθεια ο ποιητής, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2016