Bruno Blais |
Η Αννούλα σκάλιζε στ᾿ ακρογιάλι τα λευκά βότσαλα
για να βρει το χαμένο ψίθυρο τής θάλασσας
που δεν τον στέγνωσε η πρωινή λιακάδα τού Φθινόπωρου,
που δεν τον βρήκαν τα μικρά παιδιά
που σκάλιζαν την άμμο.
Στάθηκε έξω απ᾿ την δράση των πραγμάτων.
Και, γέρνοντας πάνω απ᾿ το μικρό κοχύλι τού γιαλού,
πήρε με την ανάσα της τον πρώτο ψίθυρο τής θάλασσας.
Κι όπως αθώα γύριζε το βλέμμα της
στην πρώτη αρμύρα της παρθενικής ντροπής,
έσταξε από τα μάτια της το πρωτοδάκρυ της αυγής,
έτσι όπως τρέμει ένας καρπός
σαν παίρνει να ωριμάζει.
Κ᾿ είπα να κρύψω την καρδιά τής θάλασσας
σ᾿ ένα γαλάζιο βλέφαρο.
Κ᾿ είπα ν᾿ ανοίξω τη μικρή παλάμη της
για να διαβάσω το αίνιγμα.
Μα πριν προλάβω να συλλαβίσω το χρυσό λόγο
άρχισε να φυτρώνει μόνος του
απ᾿ τις λεπτές φλεβίτσες των δάχτυλων της.
Κ᾿ έγειρε τότε το κεφάλι της απ᾿ το κλωνάρι τού λαιμού
κι άφησε να κατρακυλήσει στην καρδιά μου
ο πρώτος ψίθυρος τής θάλασσας...
Από τότε, κρατάει στο βάθος των ματιών
μια γαλανή καρδιά γεμάτη αρμύρα και χυμούς
που δεν μπορούν οι κόκκινες φωνές της πρωινής λιακάδας
και το βαθύ σκοτάδι της νυχτιάς,
ούτε τη μελωδία της να πιουν,
ούτ᾿ ένα δάκρυ να στεγνώσουν.
Στέλιος Γεράνης, περ. Τα Νέα Ελληνικά, τχ.6, Ιούνιος1952