Νικόλαος Σαντοριναίος |
Νάταν να ξημερωνόμουν ένα πρωΐ του θέρου
στο γονικό μου το χωριό, στο πατρικό μου σπίτι,
ν’ ανοίξω την αυλόπορτα να με γαυγίσει ο σκύλος,
να φτερουγίσει ο κόκορας, να δράμουν οι πουλάδες,
να μου τεντώσει το λαιμό για χάδεμα η δαμάλα
και να μπροβάλει η μάνα μου στον κόρφο της να γείρω!
Η ψυχοπαίδα, ανάλαφρη, απ’ τη δροσάτη στέρνα,
να μ’ ανεσύρει βρόχινο, να στρώσει το τραπέζι,
να φάγω δίκροκον αυγό, σταρένιο παξιμάδι
και πα στα κληματόφυλλα μιζίθρα με το μέλι.
Κι απέ, στον ίσκιο της ελιάς, στο νιόκοπο γρασίδι,
να ξαπλωθω, να κοιμηθώ ως να χλωμιάνει ο ήλιος
και να ξυπνήσω, να νιφτώ, να βάλω τα καλά μου,
στην πατωσιά να πεταχτώ, να μπω στο πανηγύρι.
Κι άμα θ’ αρχίσουν τα βιολιά, οι γκάϊντες, τα λαγούτα,
τον τρίπατο και το συρτό, τη σούστα και τον μπάλλο,
τις χωριανές μου να χαρώ τις χαμηλοβλεπούσες,
τις λεμονιές, τις πουλουδιές και τις τριανταφυλλένιες,
να στέλνουν στους λεβεντονιούς που παραστέκουν γύρα,
με τ’ αναμμένα μάγουλα φωτιά στα σωθικά τους,
απ’ την καρδιάν ανασασμούς, με τις ματιές ελπίδες
και με τις άσπρες μπόλιες τους σινιάλα της αγάπης.
Κι όταν, κατά το χάραμα, θα φτάσω πια στο σπίτι
και θα γυρίσω πίσω μου την πόρτα ν’ αμπαρώσω,
να σβήσω το «σ’ αφήνω γεια» πούχω γραμμένο απάνω.
Χρ. Γανιάρης, Γιάννης Κουγιούλης: Χρυσόστομος Γανιάρης, Αφιέρωμα, εκδ. Περιηγητική Χίου