Αρκάς |
Τα κόκκινα αυγά της Επανάστασης
σπάσαν στο βράσιμο.
Πώς θα τσουγκρίσουμε τώρα;
[...]
Λούλη Τσαμαντάνη, Στον τόπο του τι, εκδ. Γαβριηλίδης
Γιώργος Βακαλό, 1938 |
Δεν ανησύχησεν ο Νέρων όταν άκουσε
του Δελφικού Μαντείου τον χρησμό:
Τα εβδομήντα τρία χρόνια να φοβάται…
Είχε καιρόν ακόμη να χαρή.
Τριάντα χρονώ είναι - πολύ αρκετή
είν’ η διορία που ο θεός τον δίδει
για να φροντίση για τους μέλλοντας κινδύνους.
Τώρα στην Ρώμη θα επιστρέψη κουρασμένος λίγο-
αλλά εξαίσια κουρασμένος από το ταξίδι αυτό,
που ήταν όλο μέρες απολαύσεως,
στα θέατρα, στους κήπους, στα γυμνάσια…
Των πόλεων της Αχαΐας εσπέρες…
Α, των γυμνών σωμάτων η ηδονή προ πάντων…
Αυτά ο Νέρων… Και στην Ισπανία ο Γάλβας
κρυφά το στράτευμά του συναθροίζει και το ασκεί-
ο γέροντας ο εβδομήντα τριώ χρονώ…
Κ. Π. Καβάφης, Ποιήματα, εκδ. Τα Νέα Ελληνικά
Πλάτωνας Ριβέλλης, Τήνος 1995 |
Και επιμένει η αυγή τα χρώματά της να προσφέρει
στους κοιμισμένους
απ’ το βουνό προβάλλοντας,
και το αηδόνι το τρελό το τραγούδι του
κι η θάλασσα που παφλάζει στα κανάλια,
τον καημό της.
Όμως,
χέρι κανένα
το παράθυρο
ν’ανοίξει δε σηκώνεται,
καμιά ψυχή να κρεμαστεί,
κανένα όνειρο
μες στη δροσούλα να βουτήξει.
Όλοι κοιμούνται.
Δεν ξαγρυπνάει πια κανείς.
Χρίστος Λάσκαρης, Ποιήματα, εκδ. Γαβριηλίδης, 2009
Wassily Kandinsky |
Ο μεγαλύτερος ήλιος απὸ τη μιὰ μεριὰ
κι απὸ την άλλη το νέο φεγγάρι
απόμακρα στη μνήμη σαν εκείνα τα στήθη.
Ανάμεσό τους χάσμα της αστερωμένης νύχτας
κατακλυσμὸς της ζωής.
Τ' άλογα στ' αλώνια
καλπάζουν και ιδρώνουν
πάνω σὲ σκόρπια κορμιά.
Όλα πηγαίνουν εκεί
και τούτη η γυναίκα
που την είδες όμορφη, μια στιγμὴ
λυγίζει δεν αντέχει πια γονάτισε.
Όλα τ' αλέθουν οι μυλόπετρες
και γίνουνται άστρα.
Παραμονὴ της μακρύτερης μέρας.
Γιώργος
Σεφέρης, Θερινό Ηλιοστάσι Α’, Ποιήματα, εκδ. Ίκαρος
Paul Cezanne, 1892-95 |
Πάντα τους βρίσκω εδώ. Στο ίδιο καταγώγιο
(σ’ αυτό το άθλιο καφενείο, σαν καπηλειό)
μ’ ένα μπουκάλι στο τραπέζι.
Ο αριστερά καπνίζει πίπα. Όμως κι οι δύο
ψυχή και σώματι δοσμένοι
στα χαρτιά.
Μόλις που αρχίσαν το παιχνίδι. Τράβηξαν
το πρώτο φύλλο κι εξετάζουν εμβριθώς
ποια τακτική ν' ακολουθήσουν. Πρόσεξα
πως, κρύο ή ζέστη, εξάπαντος
φορούν σακάκι και καπέλο. Πρόσεξα
κυρίως αυτό. Δεν στέργουνε
να σταματήσουν την παρτίδα ούτε λεπτό.
Ξεχνούν να φάνε και να πιουν.
Να κοιμηθούνε. Κάθονται
αντίκρυ ο ένας απ' τον άλλο. Ακίνητοι.
Κι αυτό επί χρόνια, συνεχώς.
Πώς γίνεται;
Δεν τους γυρεύουν τα παιδιά, η γυναίκα τους,
δεν έχουν σπίτι και δουλειά; Με ζώσανε
τα φίδια για καλά. Υποπτεύομαι
πως κάποιο τέχνασμα γελάει τη λογική μου
κάποιο περίεργο παιχνίδι θα μου σκάρωσες
με τα ψυχρά και τα θερμά σου που ζαλίζουνε
σ' αυτό το άθλιο μαγαζί
που με κουβάλησες,
το καπνισμένο τούτο
καταγώγιο.
Κύριε Σεζάν.
Αντώνης Φωστιέρης, Τοπία του τίποτα, εκδ. Καστανιώτη
Herbert List, Rome Italy, 1953. |
Το πρόβλημα είναι το Καθολικό,
δεν είναι το επι μέρους.
Η πραγματικότητα της τρέχουσας καθημερινότητας
αποκοιμίζει τους ανθρώπους.
Ο χώρος που καταλαμβάνει στη συνείδησή τους
ο ρυθμός της ζωής τους,
φτάνει μέχρι τα πέρατα της ύπαρξής τους.
Τίποτα δεν υπάρχει
περ’ απ’ τ’ ολοστρόγγυλο καρπούζι
που αγόρασε ο κύριος απ’ τον πλανόδιο
και το σέρνει παραμάσχαλα στο σπίτι του!
Κωνσταντίνος M. Μάστρακας, Ζώνη Ασφαλείας,
εκδ Andy’s 2004
Stef Morgante |
Έστειλε διάτα ο δυνατός Βεζύρης απ' την Πόλη
κ’ υφαίνουν άταιρο χαλί ραγιάδισσες κυράδες·
της ξακουστής Αγια-Σοφιάς θα το χαρούν οι θόλοι
κι απάνω του θα σκύψουνε προφητικοί χοτζάδες!
Παίρνουν οι κόρες το άλικο που έχουν στα χείλη, κι όλη
τη φλόγα που έχουν στην καρδιά τη χύνουν σ' εμορφάδες,
και μέρα-νύχτα υφαίνοντας, δίχως σταμό και σκόλη,
χλωμιάζουν, σα να λυώνουνε μαρμαρωτές λαμπάδες.
Περνούνε μήνες και χρονιές και σώνει το χαλί.
Κ' η πιο τρελλή της συντροφιάς πετιέται -η πιο τρελλή-
και λέει: « ̶ 'Ο, τι ξέρει ο δουλευτής, δεν ξέρει ο νοικοκύρης!
Στο πόδι!..» Και με χάχλανο, που αντήχησε ηχηρό,
πάνω στ' αγιόπρεπο χαλί ζυγιάζουν το χορό!..
(Να τόξερε ο Βεζύρης!..)
Όμηρος Μπεκές, Βιβλίο Α’ 1924
(Ανθ. Η.&Ρ. Αποστολίδη)
Max Iver |
Γύρισα στα ξανθά παιδιάτικα λημέρια,
γύρισα στο λευκό της νιότης μονοπάτι,
γύρισα για να ιδώ το θαυμαστό παλάτι,
για μέ χτισμένο απ’ των Ερώτων τ’ άγια χέρια.
Το μονοπάτι το ’πνιξαν οι αρκουδοβάτοι,
και τα λημέρια τα ’καψαν τα μεσημέρια,
κι ένας σεισμός το ’ριξε κάτου το παλάτι,
και μες στα ερείπια τώρα και στ’ αποκαΐδια
απομένω παράλυτος· σαύρες και φίδια
μαζί μου αδερφοζούν οι λύπες και τα μίση·
και το παλάτι ένας σεισμός το ’χει γκρεμίσει.
Κώστης Παλαμάς,
Η ασάλευτη ζωή