Δανιήλ Γουναρίδης, η πόλις 1974 |
Πολλές πολυκατοικίες, πολλοί άνθρωποι.
Πολλά κορμιά, πολλές πληγές, πολλά τσιγάρα.
Πολλοί καημοί.
Εσείς στο φως καταλήξτε.
Για το φως
κοιτάω εγώ.
Γιάννης Πατίλης, Ζεστό μεσημέρι, εκδ. Ύψιλον 1984
Κωνσταντίνος Παρθένης |
Θαμπωτικά πράγματα! Ορμηνευμένα όλα στο θάμπος!
Διπλά περιμαντρώματα από δρυ-κα μέσα κει
το καπνισμένο τζάκι μιας παραγκούλας!..
Η Αγάπη την κατοίκησε απαρχής-κι’ όλη
προαίρεση της αγαθότητας. Εκείνη
αυτού της έδωκε το τζάκι της λησμοσύνης·
οι ίδιες οι δρυς το θρέφουνε και το πυρώνουν!..
Δεν την αγγίζει μέρας φως, παρά σαν καταστάλαγμα·
και της νύχτας, το δίνει εντός της
κιτρινισμένη λάμπα-με τι ήλιων ανταύγειες!
Αν είναι ίσκιος ένας απλωμένος μέσα,
είναι οι μεγάλες φτερούγες του Αρχαγγέλου.
Δεν γνώρισε το φυλλορρόημα· ούτε και που θα της έρθει,
γιατί έχει το θεμέλιο βαθύ, με τους πασσάλους
μπηγμένους μέτρα κάτου,
σε γης αδόνητη και στέρεη!..
Η καταιγίδα είναι για εκεί γιορτή αναστάσιμη·
και ο κεραυνός, αν πέσει κάπου..-
ω, μη δεν ζει σε τούτου την αναμονή,
σαν σε δόξας κορύφωση και ζωντάνια;..
Η αγάπη την κατοίκησε απαρχής!.. Χέρι με χέρι!..
Τι αφοσίωση στη σιωπή! Λόγος δεν πέφτει. Ούτε ράβδος-
παρά τη μεγάλη, για τα πρόβατα, τη δεσποτικιά!..
Όξω του κόσμου, όξω του θανάτου, ζωή θεσπέσια
της αρμονίας, με του χρόνου τα χωρίσματα
κατεβασμένα... Αναμονή του ξημερώματος-για χαράν,
όχι για κόπο... Λατρεία του πηγαδιού για το νεροκουβάλημα!..
Γύρω-γύρω φώλιασαν πουλιά μύρια,
από τα πιο καλοκελάηδητα... Ένα κανάρι ξεχωρίζει·
Πως ζει σε τόπο μάλλον βορεινό... Κ’ ενώ
είναι βουνίσιο το περιβάλλον, πώς ένα θάλπος σταθερό
κι’ αιώνιο χαρίζει την πιο μαγεύτραν ευκρασία.
Σαν κάποτε έρθει το άσπρο το χιόνι και λευκαίνει
την περιοχή, ε, τότες βάλνεται και καπνίζει
πιότερο καλεστικά ο φουγάρος!.. Και βρίσκει σκαμνί,
και βρίσκει θέρμη ο αργοπορεμένος, ο ταλαιπωρημένος,
ο κάθε λογής διαβάτης,
σε μνήμη ανιστόρητη , που θαν του μείνει!..
Έτσι είναι εκεί που κατοικεί η αγάπη...
Μαύρο σκυλί δεν έχει είσοδο αυτού μέσα,
που κουλουριάζεται μονάχα μια ώριμη γάτα.
Κακός λόγος δεν ακούγεται-ούτε καν
ο λόγος έχει εν γένει πέραση καμμιά...
Τα πρόβατα, τάχουν μακριά· μόνο για τα κουδούνια
ν’ απηχάνε, και τα βελάσματα... Κάπου-κάπου,
με στάλες στην κάππα βρόχης, δροσιάς ή χιονιού,
φτάνει και κάποιος τσοπάνος για ορμήνια... Η είσοδό του
είναι η ίδια με της μοναχικιά χαρά, σα ρίχτεις
κούτσουρο καινούργιο στη φωτιά, γερά ρετσινωμένο!..
Έτσι είναι εκεί που κατοικεί η αγάπη.
Τάκης Κ. Παπατζώνης, Εκλογή Α’ και Β’, Ursa Minor, εκδ. Ίκαρος, 1988
Γιάννης Κρίκης, Άγιον Όρος, ναός του Πρωτάτου, καθεδρικός ναός των Καρυών. |
Ημερολόγιο ήσυχο στον τοίχο,
μια ημερομηνία κι οι άγιοι σιωπηλοί,
χλωμοί κι αναμάρτητοι,
σημειωμένοι μόνο με το μικρό τους όνομα,
όπως τους φώναζε η μητέρα τους.
Κύριε, κανείς δεν ήθελε να μεγαλώσει.
Τάσος Λειβαδίτης,
Ποίηση, εκδ.Kέδρος (1991)
Άγγελος Σπάχης, 1932 |
Πώς μας θέλετε…
Πέστε μας μόνο
πώς μας θέλετε.
Κι εμείς θα προσπαθήσουμε,
ν’ ακολουθήσουμε.
Και την ηρωϊκή αυτή μας συμφωνία,
τη συνοδεύετε, ανεκτικοί,
με ένα δυνατό
μα ντελικάτο μπράβο.
Γιατί εμάς, μην το ξεχνάτε,
αυτό το μπράβο σας
μας λείπει!
Πάρις
Τακόπουλος, Τα ποιητικά 2010-1950, εκδ. Ποταμός
Bill Brandt |
Σ’ ένα υπόγειο καφενείο,
που αφάνεια συμπαθητική προσέφερε,
ώρες μεσημεριάτικες
συντονιστήκαμε.
Σε λίγο
το έντονο φως του έρωτα φορέσαμε,
που όπως φαίνεται
μας πήγαινε πολύ.
Γιατί μια ζωγραφιά του Αβέρωφ
και μια φωτογραφία του ιδιοκτήτη
(που διέκοπταν ηρωικά
του τοίχου την ανία)
μας έτερπαν περίσσια.
Κική Δημουλά, Έρεβος, 1956
Veselin Atanasov, Amsterdam |
Αγνόει, καρδιά μου, όσα δεν είναι
φύτρο, παιδί, αγέρας, έρωτας!
Φεύγ’ απ’ τα χάρτινα, τα ταπεινά, τα φαντάσματα·
τράβα στα όνειρά σου πέρα,
στις άγριες χίμαιρες
-στα ελεύθερά σου όνειρα,
τα βλαβερά,
και μη σε νοιάζη!..
Κανέναν δε στερείς
από τίποτα.
Κανείς εδώ δε σ’ ήθελε.
Κανενός δε λείπεις.
Ρένος Αποστολίδης
Διορθώσεις, ΜΗΝΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ, τχ. 21, Μάρτιος 2013, https://diorthoseis.eu/
Fan Ho |
Πώς αφήσαμε τις ώρες μας και χάθηκαν,
πασχίζοντας ανόητα να εξασφαλίσουμε
μια θέση στην αντίληψη των άλλων.
Ούτε ένα δικό μας δευτερόλεπτο,
μέσα σε τόσα μεγάλα καλοκαίρια,
να δούμε τον ίσκιο ενός πουλιού πάνω στα στάχυα -
μια μικρή τριήρης σε μια πάγχρυση θάλασσα·
μπορεί μ’ αυτήν ν’ αρμενίζαμε
για έπαθλα σιωπηλά, για κατακτήσεις πιο ένδοξες.
Δεν αρμενίσαμε.
Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα ΣΤ΄:
Τέταρτη διάσταση (1956–1972). εκδ.Κέδρος
Παναγιώτης Τέτσης |
Ας πούμε πως δεν θέλουμε άλλο να φάμε,
να πιούμε, να γλεντήσουμε, να κοιμηθούμε.
Ας πούμε πως δεν θέλουμε άλλη άνεση,
καλά παπούτσια, ρούχα, αυτοκίνητα.
Ας πούμε πως δεν θέλουμε ταξίδια
σε χώρες ξωτικές, ονειρεμένες.
Ας πούμε πως δεν θέλουμε κοπέλες
όμορφες, νόστιμες, τρελλές,
δυναμικές κι αδύναμ’ απροστάτευτες,
νάχουνε στήθος τρυφερό
μες στην αφή
και τρυφερώτερο στο στόμα.
Ας πούμε πως δεν θέλουμε να διαφεντέψουμε τον κόσμο
κ’ η γνώμη μας η πιο καλή
να αγκαλιάση όχι μονάχα τον πλησίον,
το σύλλογο, την πόλη ή τη χώρα
μα τον πλανήτη ακόμα και τ΄ αστέρια.
Ας πούμε πως δεν θέλουμε το χρόνο
ούτε νεκρό μα μήτε
ζωντανό-χρησιμοποιημένο
άριστα ως το τελευταίο του λεπτό.
Ας πούμε πως δεν θέλουμε
παρά μια νότα,
μια πινελιά Βαν Γκογκ,
Χριστού το δάκρυ,
στο Ελαιών το όρος-
παρελθέτω-,
το σφύριγμα ας πούμε,
την αρχή σφυρίγματος, του πλοίου,
καθώς σαλπάρει για την Αυστραλία,
μια παπαρούνα που δειλά θ’ ανοίξη καταντροπιασμένη,
στην άκρη του θαλάσσιου γκρεμού μια πεταλίδα,
το τζ του τζιτζικιού που πρωταρχίζει,
ας πούμε καληνύχτα στους ανθρώπους,
μια νύχτα που θα ξημερώση ά λ λ η μέρα
ας πούμε πως δεν θέλουμε τον θάνατο.
Κωνσταντίνος Μ. Μάστρακας, Ζώνη Ασφαλείας, εκδ. Andy’s, Αθήνα 2005
Σπύρος Ζερβουδάκης |
Ένα τεράστιο καρβέλι, μια πελώρια φραντζόλα ζεστό ψωμί
είχε πέσει στο δρόμο από τον ουρανό
ένα παιδί με πράσινο κοντό βρακάκι και με μαχαίρι
έκοβε και μοίραζε στον κόσμο γύρω
όμως και μια μικρή, ένας μικρός άσπρος άγγελος κι αυτή
μ' ένα μαχαίρι έκοβε και μοίραζε κομμάτια γνήσιο ουρανό
κι όλοι τώρα τρέχαν σ' αυτή, λίγοι πηγαίναν στο ψωμί,
όλοι τρέχανε στον μικρόν άγγελο που μοίραζε ουρανό
Ας μη το κρύβουμε διψάμε για ουρανό!
Μίλτος
Σαχτούρης, Ποιήματα
(1945-1971), εκδ. Κέδρος,
Bruno Liljefors |
Έξι σπουργίτια προσπαθούν να μεταφέρουν
ψωμιού κομμάτι δυσανάλογο
με το μικρό τους σώμα.
Χοροπηδάνε, έρχονται και πάνε,
τσιμπάνε ψύχουλα, αφαιρούν, να τ’ αλαφρύνουν.
Άσφαλτος-παγοδρόμιο
και τα πουλιά ζευγάρια,
αέρινες χορευτικές φιγούρες σχεδιάζουν.
Όμως κουράζονται στο τέλος και υψώνουν
τα πουπουλένια σώματά τους γι’ άλλους στόχους,
αφήνοντάς με θεατή μονάχο.
Στοχάζομαι για λίγο και μετά μαζεύω
από το δρόμο τη μπουκιά, την καταπίνω,
μήπως στους ώμους μου μικρά φυτρώσουν,
μήπως χορέψω σαν πουλί, μήπως πετάξω.
Μαίρη Γυφτάκη, Η μυστική φωνή της θάλασσας, εκδ. Μανδραγόρας 1999
Διορθώσεις, ΜΗΝΙΑΙΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ, τχ.19, Ιανουάριος 2013 https://diorthoseis.eu/