Tony Demuro |
Τρόπος να κερδίσεις την αιωνιότητα
Το αεράκι ν’ αφήσεις να φυσήξει την κάφτρα
της στιγμής…
Δημήτρης Π. Παπαδίτσας, Όπως ο Ενδυμίων
Ανθ. Η.&Ρ. Αποστολίδη
Nick DeWolf, Ελλάδα 1959 |
Mπορείτε να γράψετε, κύριε αστυνομικέ,
ότι πατρίδα μου εμένα είναι
ο φίλος μου ο Σάκης Mανουηλίδης
που σκοτώθηκε στα βουνά της Aλβανίας
ο συμμαθητής μου Aλέξανδρος Kαΐρης
που εξετέλεσαν οι Γερμανοί ξημερώματα
στο Σκοπευτήριο
και ο Nίκος Mαθάς που
πέθανε από τις κακουχίες στην Kατοχή.
Aν αυτά δεν σας λένε τίποτα, κύριε αστυνομικέ,
τότε μπορείτε να γράψετε
ότι πατρίδα μου εμένα είναι
οι λεμονιές στον κάμπο της Σπάρτης
οι ελαιώνες της Mυτιλήνης
η Παναγιά η Oρφανή στο λαγκάδι
του Mυλοπόταμου
η Aγία Mόνη στο βουνό του Tσιρίγου.
Eγώ υπογράφω.
Νίκος Καρύδης, Έως την είσοδο, εκδ. Ίκαρος 1980
Elliott Erwitt, Capitoline Museums, Rome |
Στο παραθύρι οι δυο καθόμαστε
του χινοπώρου κάποιο δείλι·
στης μέρας τα απαλό ξεψύχισμα,
μιλιά δεν έβγαινε απ τα χείλη·
κ’ είπαμε τόσα αυτό το δείλι,
όσα ποτές δε μιληθήκανε
τις πιο γλυκές βραδιές τ' Απρίλη.
Νικόλαος Πετιμεζάς Λαύρας, Σιγαλές φωνές, 1928
Ανθ.
Η.&Ρ. Αποστολίδη
Renato Mambor |
Γερνάνε
οι παλιοί μου ήρωες
γερνάνε
τα μπακ οι μπαλαντέρ
οι κυνηγοί
αξύριστοι θλιμμένοι
με κοιλιές
κλωτσάνε πέτρες
στα στενά της Καλαμάτας
-λες κι έχουν κάτω
απ’ τη φανέλα τους τη μπάλα-
σε πεζοδρόμια πίνουν Άμστελ
σε σκαλιά
γερμένοι μπρος
να σηκωθούν
έτοιμοι απ’ τον πάγκο
να μπουν ξανά στο γήπεδο
ένα χαμένο
να γυρίσουνε παιχνίδι.
Γιάννης Τζανετάκης, Θαμπή πατίνα, εκδ. Πόλις, 2017
Sasha Gusov, Gatwick Airport, UK 2018 |
Το παραθύρι ἀσε ανοιχτὸ
κι όλο το πληχτικό σου σπίτι·
άνοιξε ακόμη το φεγγίτη
νάμπει το φως το λιγοστό.
Στα μάτια σου όλη σου η ψυχὴ
ν' ἀνέβει, κάνε, να προφτάσει
κι άσε τον ήλιο να χορτάσει,
προτού να μείνει μοναχή.
Θάρθει όπου νάναι πια η βραδιά,
σαν εφιάλτης και σα δέος,
κι όσο κι αν θες νάσαι γενναίος,
μόνη θα φοβηθεί η καρδιά!
«Μέρα εἰναι κι αύριο του θεού»
ω μη σου πουν και το πιστέψεις!
Ξανὰ ό,τι ζήσεις μη γυρέψεις-
φτερὸ στον άνεμο πουλιού!
Δε θάβρεις αύριο ό,τι ποθείς,
μα ούτε ίδια θα ποθείς, σαν τώρα·
δεν ξέρεις--έλα και φεύγει η ώρα! --
αν αύριο θα ξημερωθείς!
Μανόλης Αλεξίου, Τοπεία δίχως ουρανό, Πειραιάς 1935
(Ανθ. Η.& Ρ. Αποστολίδη)
C. Yarnall Abbott, 1902 |
Φώτα πολλά σε στόλισαν
Εικόνες που τρεμόσβυναν
Μια πράσινη μυρουδιά του χόρτου και του χαμομηλιού
κάτι σαν Πάσχα, σαν αρχαίος ναός
Ένα φωτοστέφανο από μέρες παληές
από φιλιά
Φωνές που έχουν ξεχαστεί
ακρογιαλιές που γλύφουν απαλά το καλοκαίρι
και μια γεύσι αρμύρας
που δεν ξέρεις αν είναι δάκρυα
ή κυματάκι άσπρο
Όλα αυτά κι εσύ χαμογελούσες
Όλη η άνοιξις πάνω στο γιορτερό σου το φουστάνι
κι εσύ κατέβαζες τα βλέφαρα για να μη μπη ο έρωτας.
Ανδρέας Καμπάς
Chema Madoz |
Με ανοιχτές αγκαλιές δεχτήκαμε το χινόπωρο.
Γελούσανε τα κορμιά μας γελούσανε οι αυλές μας.
Το γέλιο μας έτρεχε να βγει έξω απ' τα σπίτια
αλλά το τσάκωναν οι νοικοκυρές
και το εμπόδιζαν να ξεπορτίσει.
Οι πετεινοί χάλαγαν τον κόσμο.
Οι κοκόροι ακόμα και τα τριαντάφυλλα
είχανε ξεκουφάνει.
Κι έρχονταν το χινόπωρο με τόσα φύλλα
όσα δεν σήκωναν ενωμένες οι καρδιές όλων μας.
Κάθονταν σε υπέροχο άρμα
κι άφηνε παγώνια να το σέρνουν
να το ξεπροβοδούν παιδιά ατάραχα
που έφερναν στην όψη εικόνες από λιβάδια
και χωρίς να παίζουν
έπαιξε η ζωή τους μπροστά μας
τον χορό των ματιών που αγναντεύουν το θαύμα.
Γιώργος Σαραντάρης, Έργα, εκδ.Βικελαία βιβλιοθήκη
Resa Rot |
Σου είχα μιλήσει τότε,
για ένα δέντρο και τα φύλλα του.
Και σούχα πει
πως ζούσαν μια ζωή μαζι.
Και συ με κοίταξες στα μάτια…
Κι ετοιμαζόσουνα κάτι να πεις…
Αλλά δε μίλησες.
Υγρά μονάχα κοίταξες
προς το παράθυρο,
σα νά ‘θελες να μου θυμήσεις
πως είχαμε φθινόπωρο.
Πάρις
Τακόπουλος, Τα
Ποιητικά 2010-1950, εκδ. Ποταμός