Victor Ostrovsky |
Όταν σχολάει
το μαγαζί
περνάω με τον ξύλινο δίσκο
μαζεύω τις πετσέτες
τ' αποφάγια
τα άδεια ποτήρια
κοιτάζω για κανένα στίχο σου – φιλοδώρημα
μα μονίμως το τραπέζι
είναι άδειο.
Βασίλης Κουντζάκης
Herbert James Draper, gif by Nicolas Monterrat |
Κοιμάται εδώ στον ποταμό, κοιμάται ξεχασμένη·
κοιμάται κι ο μικρός βοριάς ζητάει να την ξυπνήση,
μ' αυτή τον ήλιο χαίρεται βαθιά αποκοιμισμένη.
Μα πώς κοιμάται έτσι βαθιά και δεν ακούει τον άνεμο,
και δεν ακούει τον ξαφνικό μικρό βοριά της όχθης;
Μα πώς κοιμάται έτσι βαθιά - θα την χτυπήση ο ήλιος!
Ξύπνα, μικρή, θα σε ζητούν, ξύπνα κι αποξεχάστηκες·
ξύπνησε, κι ο μικρός βοριάς ζητάει να σε ξεντύση·
ξύπνα, κ’ εδώ που βρέθηκες ποιον θάχεις να σε ντύση;
Αχ, το μικρό - μικρό βοριά, παιδεύει το μπλουζάκι της!
Αχ, το μικρό - μικρό βοριά, την όχθη αναστατώνει!
Μα πώς κοιμάται έτσι βαθιά - θα την σηκώσει ο άνεμος,
που όλο αναρπάει τη φούστα της κι όλο την ξεγυμνώνει!
Μα πώς κοιμάται έτσι βαθιά - θα την απογυμνώση!
Ξύπνα, μικρή του ποταμού, ξύπνησε και σκεπάσου·
ξύπνα και πάει δώδεκα, και πάει το μεσημέρι!
Ξύπνα· δεν πρέπει να σε ιδούν, να ιδούν τον αφαλό σου!..
Μήτσος Λυγίζος, περ.Τα Νέα Ελληνικά, τχ 2, Φεβρουάριος 1952
Thierry Valencin |
Πράγματα κυβερνημένα
από το φως και τον αέρα.
Ριζωμένα στο φως
κι όμως ρευστά
μες στο ζεστό αίσθημά τους
και στη σιωπή.
Στήνω αυτί στο μανταλάκι.
Περνά η μούσα του μεσημεριού
μες στο λεπτό αεράκι.
Γύρω μου άδειες καρέκλες
και στο σκοινί
κουνιούνται ελαφρά οι εφημερίδες.
Δεν κυβερνάνε πιά οι κυβερνήσεις.
Κυβέρνηση έχουνε το φως
κι οι πέντε αισθήσεις.
Η γλυκιά τρέλλα που κυβερνάει
το μυαλό.
Γιάννης
Πατίλης, Ζεστό μεσημέρι, εκδ.
Ύψιλον,1984
David Hamilton |
Αχ, να γινόμουν αηδονάκι,
για σέν’ αγάπη μου μικρή,
να κελαϊδώ κάθε βραδάκι
μπρος στου σπιτιού σου το δεντρί!
Αχ, να γινόμουν πεταλούδα,
ναρχόμουν νάφηνα φιλιά
στου μάγουλού σου τα βελούδα
και στα σγουρά σου τα μαλλιά!
Αχ, να γινόμουν λουλουδάκι,
να μ’ έκοβες κάποια βραδιά,
κι ας με καρφίτσωνες με πείσμα
στη μεταξένια σου ποδιά!..
Κ. Κιούσης, Λόγια στο
φεγγάρι, 1931
Τάκης Τλούπας, με θέα τον Όλυμπο, 1965 |
Του μοσχοβολημένου του Σαββάτου
μ’ ακλουθά παντού η μοσχοβολιά…
Πουθενά δεν μυρίζει το κλαδί του φούρνου,
πουθενά δεν μυρίζει το ψωμί,
πουθενά τα φουρνισμένα σύκα δεν μυρίζουν,
και της Λαμπρής το ρίφι το αχαμνό,
όπως μυρίζουν στο δικό μου τόπο,
στο λευκό βουνίσιο μου χωριό!..
Σμπαροκοπάνε οι ασπαρτιές και ξεμπουκάρουν
δασύ καπνό και φλόγα φουντωτή
τα κατσαροπρινίδια, οι κατσαγρίλοι,
τα ξανθά φρύγανα κ’ η πουπουλιά και το θυμάρι
κ’ η αξαριά…
Του μοσχοβολημένου του Σαββάτου
μ’ ακλουθά παντού η μοσχοβολιά…
Ένα κλαρί ας γινόμουν να με ρίξη
στο φούρνο η παιδεμένη φουρναριά!..
Διαλεχτή Ζευγώλη-Γλέζου, Ο κύκλος των πικρών ωρών, 1964
(Ανθ. Η.&Ρ. Αποστολίδη)
Tom Wesselmann |
Πόσα χρόνια να γυρίσει…
Κι όμως η μυρουδιά της χυμένη παντού
ξεχασμένη σ’ όλο το δωμάτιο στις πιο απίθανες γωνιές
σάμπως να ζει ακόμη ανάμεσά μας!
Όμως πρέπει να γύρισε ύστερα από τόσα χρόνια
αυτές τις ώρες την προσμένω κάθε βράδυ
σχεδιάζοντας με το μολύβι κόκκινα στόματα απάνω στο χαρτί
όπως και να ’τανε έπρεπε να τρίξει πάλι η πόρτα
ας είναι κι απ’ τον άνεμο.
Ας είν’ με δυο ημικύκλια στεγνά πάνω στα χείλη
στο μέτωπο κατάμαυρες ραβδώσεις
φτάνει που θά ’ρθει μοναχά ύστερα από χρόνια
μ ό ν ο που θά ’ρθει!…
Σχεδιάζοντας κόκκινα φλογερά στόματα απάνω στο χαρτί.
…νόμισα πως θα πνιγόμουνα!
Μανόλης
Αναγνωστάκης, Εποχές, 1956
Magdalena Wosinska, Nevada 2013 |
Όπως το υποσχέθηκε ο δικός της
του λαϊκού τραγουδιού καλός στιχουργός,
πάντα εντάξει απέναντί της
ετοιμάστηκε το τραγούδι:
της έχτισε με τον στίχο
(και την αγάπη)
ένα σπίτι ίδιο η καρδιά του
μέσα της να κάθεται.
Της Βάσιας όμως αρέσανε οι βόλτες
με το μηχανάκι.
Τάκης
Παυλοστάθης, περ. Πλανόδιον, τχ 31
Antonio Grambone |
Μπήκε στο φούρνο αργά το βράδυ,
λίγο πριν το κλείσιμο.
Η υπάλληλος κάτι πρέπει να βλαστήμησε μέσα απ’ τα δόντια.
Ένα κομμάτι πίτσα, όλο κι όλο, στη βιτρίνα.
Το πήρε και κατηφόρισε προς παραλία.
Βολεύτηκε, τρόπος του λέγειν,
στον τεράστιο τσιμεντένιο πάγκο,
κουκουλωμένος ως τ’ αυτιά.
Δεν κυκλοφορούσε ψυχή μ’ αυτό το ξεροβόρι.
Μόνο, πού και πού,
κανένας ποδηλάτης αναβόσβηνε από μακριά,
περνούσε σκυφτός, και χανόταν
προς την άλλη μεριά της πόλης.
Ο κώλος του είχε παγώσει. Η πίτσα επίσης.
Έσπαγες τα δόντια σου σ’ αυτό το παλιόπραμα.
Κάποιος αδεσποτάκος τον πλησίασε, με βλέμμα αγίου,
κουνώντας αργά την ουρά.
Τώρα έγλυφε το ξεροκόμματο και τα μάτια του έλαμπαν.
Έμεινε δίπλα του άλλο ένα τέταρτο, άλλη μισή ώρα...
Ούτε ποδηλάτες! Έκανε τσιγάρο. Έκανε δεύτερο.
Κόπασαν πια οι ήχοι των αυτοκινήτων, από την κοντινή λεωφόρο.
Σηκώθηκε, απαλά του χάιδεψε το κεφάλι, τη μουσούδα,
κι αποχαιρέτησε.
Ντέμης Κωνσταντινίδης, Στίχοι για υγρούς θανάτους.
Marc Lagrange |
Να ’μουν τ’ αγιόκλημα που απ’ την αυλή σου
ψηλά στον τοίχο σου σκαλώνει, ανθεί,
που με τη δρόσο σου, με την πνοή σου
πάντα δροσίζεται, και πάντα ζει.
Στο παραθύρι σου να ’ρθώ να στήσω
κλωνάρια πράσινα για ν’ ακουμπάς,
στρώμα, προσκέφαλο να σου χαρίσω,
να γέρνεις ήσυχα, να μ’ αγαπάς.
Ν’ ανακατώνουνται, να γίνουντ’ ένα,
να κουβεντιάζουνε αδελφικά
τα λουλουδάκια μου τα μυρωμένα
με τα μαλλάκια σου τα καστανά.
Να λούζω αδιάκοπα τα όνειρά σου
με των ανθών μου τη μυρουδιά,
κι εσύ τους κλώνους μου με τη δροσιά σου·
εγώ δουλεύτρα σου κι εσύ κυρά.
Και στο καλότυχο παράθυρό σου
όποιος το ταίρι μας τύχει να ιδεί
να λέγει εμένανε δεντρί δικό σου
δικό μου λούλουδο εσέ να ειπεί.
Χωρίς εσένανε να μην ανθίζω,
χωρίς εμένανε να μη γελάς,
την ευτυχία μου να σου χαρίζω,
την εμορφάδα σου να μου σκορπάς.
Κωστής
Παλαμάς, Τραγούδια της καρδιάς και της ζωής
Θωμάς Θωμόπουλος |
Όπως η μέλισσα γύρω από ένα άγριο λουλούδι,
όμοια κ’ εγώ. Τριγυρίζω διαρκώς γύρω απ’ τη λέξη.
Ευχαριστώ τις μακριές σειρές των προγόνων,
που δούλεψαν τη φωνή, την τεμαχίσαν σε κρίκους,
την κάμαν νοήματα,
τη σφυρηλάτησαν όπως το χρυσάφι οι μεταλλουργοί
κ’ έγινε Όμηροι, Αισχύλοι, Ευαγγέλια κι άλλα κοσμήματα.
Με το νήμα των λέξεων, αυτόν το χρυσό του χρυσού,
που βγαίνει απ’ τα βάθη της καρδιάς μου,
συνδέομαι συμμετέχω στον κόσμο.
Σκεφτείτε:
Είπα και έγραψα «Αγαπώ».
Νικηφόρος
Βρεττάκος, Τα
ποιήματα, εκδ. Τρία Φύλλα
Takashi Yasui |
Με την κακία η αρετή, το γέλιο με το δάκρυ-
τι κύκλος δίχως άκρη!-
στημόνια, υφάδι’ αξόμπλιαστα, σ’ έν’ αργαλειό υφασμένα,
κλωνιά σφιχτά κι αχώριστα διπλοζευγαρωμένα-
τέτοια η ζωή, και με φωτιά και με νερό πλασμένη,
γλυκιά, πικρή, και στο καλό και στο κακό ταμένη!
Αν πόνεσες, θε να χαρείς· κι αν γέλασες, θα κλάψεις·
ψηλά κι αν πας θα ζαλιστείς, κι αν κάτω θα σκοντάψεις·
κεντρί και μέλι ανταμωτά στη μέλισσα ταιριάζουν,
και μες στο χάος το σκοτεινό τ’ αστέρια λημεριάζουν·
απ’ την κοπριά τριανταφυλλιά, κι από το ρόδο αγκάθι·
κι από τη γνώση θάνατος, και γνώση από τα πάθη·
απ’ το φαρμάκι γιατρικό, κι αρρώστεια από το μέλι,
κι όποιος δε νιώσει τη σκλαβιά τη λευτεριά δε θέλει·
και στον ξερόβραχο πηγή, και βρίζα στο σιτάρι·
στον άγιο κι ένα κρίμα του, στον κλέφτη και μια χάρη·
στην ασχημιά και μια ομορφιά,·σοφία στο χηνάρι,
και στο παγόνι τ’ όμορφο: κακόπλαστο ποδάρι·
λιγοψυχιά στο γίγαντα, παλληκαριά στο γέρο
κι αν ξέρεις συ σοφό τρελλό, τρελλό σοφό εγω ξέρω·
κι αν είναι ο νους που κυβερνά, μα κι η καρδιά προστάζει,
κι ο θύτης με το θύμα του το δίκιο του μοιράζει·
για να μετρήσεις το γκρεμό, ψηλά ν’ ανέβεις πρέπει,
κι όποιος δεν είδε κόλαση, παράδεισο δε βλέπει!..
Κλαύδιος Μαρκίνας, Ραγισμένα σήμαντρα, 1920