Jaroslav Monchak |
Να το, αψηλά κι από μακρυά,
το παραμύθι του βορριά!
μες τα τετράγωνα τα μόνα
το παραμύθι του χειμώνα.
Κι εγώ του δρόμου το θολό
το μαύρο σύννεφο φιλώ
κι είμαι, στα τρίστρατα τα μόνα
το παραμύθι του χειμώνα.
Να το αψηλά, να το μακρυά
το παραμύθι του βορριά!
Πού θα ’βρω εδώθε, αχ! πες μου ξένε,
τη ζέστα, αγάπη που τη λένε;
Εγώ που χρόνια κατοικώ
τον δρόμο τον αγερικό,
πρώτη φορά είναι που φοβάμαι
με το χειμώνα απόψε να ’μαι...
Πρώτη να φορά να πιστευτώ
τέτοιο ακριβό, τέτοιο γραφτό
το πώς η μοίρα μ’ έχει κάμει
μια πεταλούδα για το τζάμι.
Μα ιδές: Γοργό κι αληθινό
κορίτσι βγήκε απ’ το στενό
μες το φουστάνι οπού αναδεύει
τα δυο της πόδια ανακατεύει,
γυμνά δυο πόδια και χυτά
και με τι τέχνη είναι χτιστά,
καθώς ο αγέρας τα ξεντύνει,
με τι χαρά κι εμπιστοσύνη!
Σαν το πουλί που αναπηδά
από κλαδί σ’ άλλα κλαδιά,
εχάθηκε ως να ξεπροβάλλει
από μια θύρα σε μιαν άλλη!
-Σκέτο χαρούμενο παιδί,
πού σ’ έχω βρει; πού σ’ έχω ιδεί;
δεν είσαι η ασταχτομαλλούσα
που χλώμιαζα όταν σου μιλούσα;
Ρόδα και μήλα μάγουλα,
μάγουλα ακέρια και καλά,
πώς σας λαχτάρησεν ο τόπος
κι ο γερασμένος στρατοκόπος!
Γέλασε ο τόπος μονομιάς
ως την καρδιά της ερημιάς
κι ακέρια φούντωσε η μαυρίλα
της ζωής τα ρόδα και τα μήλα!
Τέλλος Άγρας, Τριαντάφυλλα μιανής ημέρας, Ποιήματα, εκδ. ΜΙΕΤ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου