|
Carpaccio Vittore |
Άγιε μου Γιώργη αφέντη μου, αφέντη καβαλάρη
αρματωμένος με σπαθί και με χρυσό κοντάρι,
βοήθησε μας, τα φτωχά βοήθεια ζητούμε.
Ένα θεριό κατέβηκε στης χώρας το πηγάδι
και δεν αφήνει άνθρωπο νερό να πα να πάρει,
αν δεν του δώσουν άνθρωπο κάθε πρωί και
βράδυ.
Γι αυτό ερίχνανε λαχνό και όπου ήθελε να
πέσει,
πήγαινε το παιδάκι του στον δράκοντα
πεσκέσι.
Έπεσε και στο Βασιλιά για την βασιλοπούλα
για να την πάγει στο θεριό την όμορφη
κορούλα.
Ο Βασιλιάς σαν τ' άκουσε, αφρίζει και φωνάζει:
πάρετε όλο μου το βιος και το βασίλειό μου
κι αφήστε το παιδάκι μου, το φως των
ομματιών μου.
Όλος ο
κόσμος φώναξε, όλος με στόμα ένα:
-Για δώσ'
μας το παιδάκι σου, για παίρνουμε και σένα.
Ο βασιλιάς σαν τ' άκουσε αυτόν τον λόγο
λέει:
στολίστε τη με ατίμητο
πετράδι, με ασήμι,
στολίσετε με μάλαμα και
με μαργαριτάρι
και νύφη να την κάνετε
και να την πάτε στο θεριό
να την γλυκομασήσει.
Πέφτει λαός αρίθμητος πάνω στην κορασίδα,
Μικροί, μεγάλοι κλάψανε κι όλοι την λυπηθήκαν,
την πήραν και την δέσανε σ' του πηγαδιού τα
χείλια.
Η Βασίλισσα γονάτισε την προσευχή της
κάνει.
Άγιος Γιώργης τ'ν άκουσε απ' την
Καππαδοκία,
στο γρήγορο του άλογο καβάλησε με βία.
Σε μια παντέρμη ερημιά το Σατανά ανταμώνει.
-Άγιε
μου Γιώργη μου, καλέ, γιατί τόσο καλπάζεις
το
γρήγορο σου τ' άλογο γιατί το παραβιάζεις.
-Καταραμένε σατανά, που ξέρεις τ' όνομά
μου.
Εγώ 'μια ξένος από δω, που ξέρεις τα γονικά
μου.
Κοντοβαστάει τ' άλογο και το βουνό ανεβαίνει.
Βρίσκει την κόρη να στέκεται σαν
ψιλομαραμένη.
-Για
φύγε παλικάρι μου, φύγε μη φα και σένα
αυτό
το άγριο θεριό, που θε να φαει κι εμένα.
-Σου είπα κοριτσάκι μου να μη πολυφοβάσαι
και του Θεού τη δύναμη πάντα να τη θυμάσαι.
Ξεπέζεψε και στάθηκε λίγο να ακουμπήσει,
ώσπου να έβγει το θεριό απ' τη μεγάλη
βρύση.
-Για
ξύπνα παλικάρι μου και το νερό αφρίζει
και
για εμένα το θεριό τα δόντια του τα τρίζει.
-Σου είπα κοριτσάκι μου να μη πολυφοβάσαι
και του Θεού τη δύναμη πάντα να τη θυμάσαι.
Αρχή που κάνει για να βγει, όλα τα όρη
τρέμουν.
Η κόρη απ' το φόβο της έμεινε δίχως αίμα.
Κοντοβαστάει τ' άλογο και το κοντάρι παίρνει,
βρίσκει στο στόμα του θεριού, βρύση το αίμα
τρέχει.
Μια κονταριά του έριξε, το πήρε μες το
στόμα
και άλλη και άλλη μια, το έριξε στο χώμα.
Όταν σκοτώνει το θεριό, βγήκε ένα
περιστέρι,
βαστάει κι αργυρό σταυρό στο δεξιό του χέρι
και γράφει επάνω ο σταυρός: Άγιος Γεώργης,
όπου σκοτώνει το θεριό, γλυτώνει τους
ανθρώπους.
Βγάζει και την κορδέλα του και το λαιμό του
δένει,
παίρνει και τη βασίλισσα στον Βασιλιά
πηγαίνει.
Για δες χαρές που γίνονται σε τούτο το
παλάτι,
που πήραν την κορούλα του και πίσω την
επάνε.
-Χαίρους παιδί μου την
κορούλα μου, χαίρους και το παιδί μου,
χαίρους και την κορώνα
μου, κάτσε και στο θρονί μου.
-Χαίρους εσύ την κόρη σου, χαίρους και το
παιδί σου,
χαίρους και την κορώνα σου, που έχεις στην
κεφαλή σου.
-Για πες μου παιδί μου,
ω καλέ, το όνομά σου
για να σε κάνω κάλεσμα,
να πάγω στη γενιά σου.
-Γιώργη με ονομάζουνε απ' τη Καππαδοκία.
Αν θέλεις να κάνεις κάλεσμα, κάνε μια
εκκλησία.
Δεξιά να είναι ο Χριστός, ζερβά η Παναγία,
καταμεσής στην εκκλησιά, κάνε ένα καβαλάρη,
να κονταρέβει ένα θεριό μ' ένα μακρύ κοντάρι.
-Μετά χαρά σου , ω καλέ,
η εκκλησιά θα γίνει
και τ' όνομά σου Γιώργο
μου παντοτινά θα μείνει,
να έρχονται να
προσκυνούν, όλοι μικροί μεγάλοι.
Δημοτικό